Η πρόσφατη σύνοδος των G20 στη Σεούλ της Νότιας Κορέας, η οποία σημειωτέον ήταν η πέμπτη συνάντηση των 20 ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη, εισήγαγε έναν καινούριο ορισμό στους ήδη υπάρχοντες σύνθετους των σύγχρονων- Δυτικού τύπου- οικονομιών. Ο λόγος περί του περιβόητου «Νομισματικού πολέμου», για τον οποίο ακόμα και το περιοδικό Economist έδειξε να αδυνατεί να τον κατανοήσει πλήρως. Παρόλο που τέτοιου είδους οικονομικές αψιμαχίες παγκόσμιου βεληνεκούς έχουν ξαναπαρατηρηθεί κατά το παρελθόν και συνήθως υπήρξαν προοίμια παγκόσμιων πολέμων, εντούτοις οι εξαιρετικά σύνθετες οικονομικές δομές και η κρίση χρέους που ταλανίζει τις δυτικές κοινωνίες, καθιστούν την κατανόηση του όρου ακόμα πιο δύσκολη. Κατ’αρχάς αναρωτιέται κάποιος, γιατί να υπάρχει νομισματικός πόλεμος; Κατά δεύτερον, μπορεί αυτός ο πόλεμος να πάρει στρατιωτικό χαρακτήρα στο άμεσο μέλλον; Τρίτον, και ίσως κυριότερον, πώς μπορεί να συσχετίσει κάποιος την κορυφή του παγόβουνου (το Νομισματικό Πόλεμο δηλαδή), με τις μετασεισμικές δονήσεις της οικονομικής κρίσης του 2008 και την πρόσφατη κρίση χρέους, που απειλεί με διάλυση την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Είναι κοινός τόπος πως η οικονομική κρίση του 2008, η οποία ξεκίνησε με το σπάσιμο της φούσκας στην αγορά των στεγαστικών δανείων, αποκάλυψε τα τρωτά σημεία της αμερικανικής οικονομίας κλονίζοντας συθέμελα παγκόσμιες κοινωνικό-πολιτικές μακροοικονομικές δομές. Για πρώτη φορά μετά το 1929, οι ΗΠΑ αδυνατούν να βάλουν σε τάξη τα του οίκου τους, δίνοντας παράλληλα μια προτεινόμενη συνισταμένη εξόδου. Μερικοί αναρωτιούνται πως εφόσον οι ΗΠΑ καθώς επίσης και πολλές οικονομίες παρουσιάζουν θετικά πρόσημα στην ανάπτυξή τους, γιατί να γίνεται λόγος για μετασεισμικές δονήσεις ή ακόμα χειρότερα, για ενδεχόμενο κατάρρευσης των μοντέλων, που υιοθετήθηκαν από τις δυτικές κοινωνίες; Η απάντηση βρίσκεται στον τρόπο ζωής, στη νοοτροπία, καθώς επίσης και στη δυναμική ισορροπία μεταξύ εξαγωγικής ικανότητας μιας χώρας και εσωτερικής κατανάλωσης. Οι δυτικές κοινωνίες και συγκεκριμένα η κοινωνία των ΗΠΑ, προκειμένου να είναι βιώσιμες και να ανταποκρίνονται στα πολύ υψηλά standars, τα οποία ετέθησαν προ της κρίσης, δεν είναι δυνατόν να παρουσιάζουν πρόσημα τα οποία ίσα ίσα αγγίζουν το 2,3 ή 4% Με τις υπάρχουσες δομές, το φιλελεύθερο πολίτευμα και τις ευαισθησίες που έχουν αναπτύξει οι εν λόγω κοινωνίες στον ανθρώπινο παράγοντα, οφείλουν να ενεργούν ως ατμομηχανές ανάπτυξης, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα το υψηλό βιωτικό επίπεδο μέσα από την εγχώρια κατανάλωση προϊόντων.
Ας μιλήσουμε, όμως, πιο συγκεκριμένα με μακροοικονομικά δεδομένα και ενδεχόμενα σενάρια μετατόπισης του κέντρου βάρους της οικονομικής ισχύος. Σε μια προσπάθεια να καλύψει τις ιδιαίτερα υψηλές ανάγκες της αμερικανικής κοινωνίας και της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η FED μετά το σχέδιο Πόλσον, αποφάσισε να καταφύγει στην έκδοση τεράστιων χρηματικών ποσών, τα οποία δεν έχουν αντίκρισμα. Η συγκεκριμένη τακτική ονομάστηκε Quantitative Easing ή ελληνιστί «Ποσοτική χαλάρωση». Με τον κανόνα του χρυσού να έχει καταργηθεί από την εποχή του Ρούζβελτ, ο οποίος και εφαρμόζοντας Κευνσιανές μεθόδους εισήγαγε το New Deal, οποιαδήποτε Κεντρική Τράπεζα στον κόσμο μπορεί να προβεί σε μαζικές εκδώσεις χαρτονομισμάτων, προκειμένου να τονώσει τους ιδιαίτερα ευαίσθητους τομείς της ανάπτυξης και να αποφύγει παράλληλα τους κινδύνους του αποπληθωρισμού (φαινόμενο το οποίο συνδέεται με την κάθετη πτώση των τιμών των αγαθών και κατ επέκταση την κάθετη πτώση των εσόδων ενός κράτους) και της λεγόμενης διπλής ύφεσης- Double Dip Recession (Φαινόμενο το οποίο έχει να κάνει με την απότομη αλλαγή προσήμου στην ανάπτυξη μιας χώρας από το + στο -). Θεωρητικά, όλα καλά και ουδείς ψόγος, πρακτικά όμως τα πράγματα χωλαίνουν, καθότι το κύρος μιας οικονομίας όπως αυτή των ΗΠΑ, μπαίνει πλέον στο μικροσκόπιο. Από τη στιγμή που η FED αποφάσισε πως πρωτίστως σημασία έχει η τόνωση των εξαγωγών, ενώ το ζήτημα του αποθεματικού νομίσματος τίθεται σε δεύτερη μοίρα, τότε επιλέγει να βάλει την Αμερική στην Αρένα των νομισμάτων.
Ποια λοιπόν τα ζητήματα που συνθέτουν το οικονομικό casus belli; Η Αμερική πιέζει την Κίνα να υποτιμήσει το Γουάν και η Κίνα δικαίως απαντά: «Σταματήστε να τυπώνετε αφειδώς χρήμα διότι αυτά τα ποσά καταλήγουν στις αναπτυσσόμενες χώρες», πράγμα το οποίο σημαίνει σε μη διπλωματική διάλεκτο πως δεν μπορεί η Αμερική κάθε φορά που αντιμετωπίζει δημοσιονομική κρίση να βγάζει φωτοτυπίες τα δολάρια της, ενώ χώρες όπως η Κίνα πασχίζουν να συσσωρεύσουν πλεόνασμα, το οποίο έχει αντίκρισμα. Ποιος ηγέτης δεν θέλει, ο λαός να αμείβεται πλουσιοπάροχα για τις υπηρεσίες που προσφέρει είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, αλλά από τη στιγμή που η Αμερική, όχι μόνο αδυνατεί να δαμάσει τις καταιγίδες, τις οποίες η ίδια προκάλεσε, αλλά επιπρόσθετα συνεχίζει να κρατάει υψηλά κοινωνικά standards και μάλιστα με πλαστό χρήμα, τότε αυτομάτως δημιουργεί έναν συνασπισμό κρατών, οι πολίτες των οποίων απαιτούν να ζήσουν σε έναν πραγματικό κόσμο. Οι ΗΠΑ πλέον αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο απαγορευτικό στην ιστορία τους, δεν μπορούν πλέον να συνεχίζουν να αγοράζουν τις συμμαχίες τους και να επιβάλλουν τα ανέφικτα standards, τα οποία κάποια στιγμή και με βάση τα δεδομένα μόνο οικονομική, κοινωνική και πολιτική παλινδρόμηση προκαλούν.
Η Κίνα και οι ΗΠΑ είναι δύο παράγοντες του νομισματικού πολέμου, ο τρίτος όμως είναι και ο πλέον επικίνδυνος. Η Γερμανία συναίνεσε με την Κίνα, ως προς τις υπερβολικές πιέσεις που δέχεται από την Αμερική, διότι, όπως δήλωσε η καγκελάριος Μέρκελ, η αγορά θα αρχίσει να χάνει την ελευθερία της! Και είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο, που η κρίση στην Ευρωζώνη διαφοροποιείται από τη Σινο-Αμερικανική διένεξη. Η οικονομία τύπου laissez-faire, της οποίας η καγκελάριος Μέρκελ είναι υπέρμαχος, θέτει το λεγόμενο fair play σε δεύτερη μοίρα, επιτρέποντας στους επενδυτές γύπες (vulture funders) να ανεβοκατεβάζουν τους δείκτες εμπιστοσύνης και δανεισμού κατά το δοκούν. Εξωτερικά μπορεί να φαίνεται πως «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται» και πως όντως υπάρχουν κερδοσκόποι, οι οποίοι προβαίνουν σε τακτικές οικονομικής τρομοκρατίας, προκειμένου να πλουτίσουν, ουσιαστικά όμως τα οικονομικά δρώμενα άλλα δείχνουν. Η κρίση χρέους στα ευρωπαικά P.I.G.S (Portugal, Italy, Greece, Spain) μπορεί να παρουσιάζει μια Ευρώπη, η οποία είναι στα όρια της διάλυσης, δείχνει όμως συνάμα και μια Γερμανία, η οποία είναι έτοιμη να μπει ακόμα πιο δυναμικά στον νομισματικό πόλεμο ενδυναμώνοντας τις εξαγωγές της. Με τα υπέρογκα ποσά τα οποία δανείζει στις χώρες, οι οποίες είναι έτοιμες για κατάρρευση, αποκτά αυτομάτως το δικαίωμα να αναδιαρθρώσει τις οικονομίες τους στα πλαίσια του laissez-faire. Ουδείς τρέφει την παραμικρή φρούδα ελπίδα πως οικονομίες όπως η Ελλάδα με χρέος που φθάνει σχεδόν το 130% του ΑΕΠ και η Πορτογαλία της οποίας το χρέος φθάνει το 325% του ΑΕΠ της, θα μπορούσαν ποτέ να αποπληρώσουν τα μυθικά ποσά, τα οποία δανείζονται. Κάπως πρέπει να αποπληρώσουν όμως!
Το τίμημα δεν έγκειται μόνο στον ορυκτό πλούτο, που ξαφνικά θυμήθηκαν να θίξουν τα ΜΜΕ, αλλά και στην μαζική ιδιωτικοποίηση μιας χώρας από γερμανικά sovereign funds, τα οποία σύντομα θα ξεκινήσουν νέα σχέδια Marshal εκβιομηχάνισης των ασθενών χωρών. Με αυτά τα δεδομένα η Γερμανία σε λιγότερο από μια πενταετία, θα έχει εκτοπίσει εντελώς τις ΗΠΑ, έχοντας διασφαλίσει φθηνό εργατικό δυναμικό και πολλαπλάσιο εξαγωγικό βεληνεκές! Όπως γράφει και ο Economist αυτή την εβδομάδα, η Γερμανία απέκτησε την εξαγωγική δύναμη την οποία έχει σήμερα, ποντάροντας σε τομείς μειωμένης ανταγωνιστικότητας. Για παράδειγμα πολλές γερμανικές βιομηχανίες κατασκευάζουν εξαρτήματα για πλυντήρια, κουζίνες, φούρνους και όχι μόνον. Η τακτική αυτή για την οποία είναι τόσο υπερήφανοι οι Γερμανοί ονομάστηκε Mittel-Management, υποδηλώνοντας φυσικά τις προσπάθειες σε τομείς ανταγωνισμού μεσαίου βεληνεκούς. Με την τεράστια άνοδο της Κίνας, όμως, το Mittel-Management παύει να υφίσταται πρωτίστως γιατί τα οικονομικά δεδομένα του πλανήτη είναι τόσο δυσοίωνα, που η αγορά «από διαφορετικά μαγαζιά», κατά την καθομιλουμένη, κοστίζει ακριβότερα. Το παράδοξο και τραγελαφικό της όλης υπόθεσης είναι πως ενώ από τις αρχές του 2000 όλοι απορροφήθηκαν από τα ρεύματα τύπου new age και τις σύγχρονες θεωρίες συνωμοσίας, στο τέλος παρέλειψαν να δουν τη μεγαλύτερη συνωμοσία της ανασύστασης του γερμανικού Ράιχ και της επαναφοράς του δόγματος Arbeit Macht Frei.
Όσο για τις στρατιωτικές προεκτάσεις του Νομισματικού Πολέμου, αυτές αποτελούν το μόνο πλέον αντιστάθμισμα στις άγριες διαθέσεις δημιουργίας νέων πολυεθνικών αυτοκρατοριών. Ο πόλεμος στην Κορέα αποτελεί αναγκαίο κακό και ένα μεγάλο πρέπει για τον πρόεδρο Ομπάμα, παρόλο που δίχως αμφιβολία ξεκίνησε από κινεζική «προβοκάτσια». Η ενοποίηση της Κορέας και η μετατροπή του Βορείου μέρους σε μια δυτικού τύπου κοινωνία, φίλια προσκείμενη προς τις ΗΠΑ, ενισχύει την αμερικανική εξαγωγική δυνατότητα στην περιοχή. Επιπρόσθετα αποτελεί και το «ντεμπούτο» του νεοεμφανιζόμενου Δυτικό-Μετα Σοβιετικού κράματος το οποίο, ως φαίνεται, πήρε σάρκα και οστά στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Λισσαβόνα. Αν ο πόλεμος ξεσπάσει στην κορεατική χερσόνησο, τότε η Αμερική δεν παίρνει μόνο μια ανάσα στον τομέα της οικονομίας, αποδεικνύει ταυτόχρονα πως έχει ακόμα γεωστρατηγική επιρροή και κυρίως έχει την απαιτούμενη πολιτική διάρθρωση ούτως ώστε να συνεργαστεί με κράτη τα οποία αποτελούσαν απειλή κατά το παρελθόν. Το Πρελούδιο της στρατιωτικής κρίσης που ενδεχομένως θα επακολουθήσει δίνει πλεονεκτήματα σε πολιτεύματα, τα οποία έχουν την πολυμορφικότητα, ούτως ώστε να ανταποκριθούν στο κάλεσμα για νέες συμμαχίες, πριν «το γεωπολιτικό μάγμα πήξει». Η ανάσχεση του αναδυόμενου ισλαμισμού και ο περιορισμός της Κίνας σε εμπορικό και μόνο ανταγωνιστή είναι δύο μόνο από τις προκλήσεις, που αντιμετωπίζει η Αμερική. Η Γερμανία της Μέρκελ αποτελεί το έτερο 50% της απειλής, μια σύγχρονη Καρχηδόνα, η οποία πασχίζει για Τρίτη φορά να γίνει ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Μπορεί άραγε η Αμερική να επαναδιατυπώσει το Cartago Delenta Este, loud and clear;
Αλέξανδρος Μπουφέσης
© Strategy Report
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου