‘Σημερινή’
«Υπήρξαν φρικαλέοι χειρισμοί»
22 Μαΐου 2011
συνέντευξη στην Μικαέλλα Λοΐζου
«Το βιβλίο του δρα Γιάννου Χαραλαμπίδη ‘Κυπριακό, Διπλωματικές Ίντριγκες’, που κυκλοφορήθηκε από τον εκδοτικό οίκο ‘Ποιότητα’, διαφέρει ουσιωδώς από τα μέχρι τώρα ομοειδή έργα. Κι αυτό όχι μόνο γιατί συνδυάζει τη δημοσιογραφική γλαφυρότητα με την επιστημονική δεξιότητα, αλλά γιατί παρακολουθεί το Κυπριακό από τη γένεσή του μέχρι και τις μέρες μας», αναφέρει ο γνωστός Καθηγητής Νεοκλής Σαρρής. Το βιβλίο προβαίνει σε μια ενδελεχή ανάλυση απορρήτων εγγράφων και μαρτυριών από το 1950 μέχρι το 2010, με ιδιαίτερη τριβή στα στρατηγικά ελλείμματα της ελληνικής πλευράς. Ο καθηγητής Σαρρής σχολιάζει, από τη δική του επιστημονική και εμπειρική σκοπιά, τα κύρια ζητήματα που πραγματεύεται το βιβλίο.
Μέσα από τα έγγραφα που παρουσιάζονται στο βιβλίο, καταδεικνύεται ότι Βρετανοί και Τούρκοι θεωρούσαν τη διζωνική ως ταξίμ. Σε συνάρτηση μ’ αυτό, πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι οι κυπριακές και ελλαδικές ηγεσίες την παρουσιάζουν ως επανένωση;
Θεωρώ παράλειψη του συγγραφέα ότι δεν εμβαθύνει στις πολύτροπες αγγλοτουρκικές σχέσεις. Στην Τουρκία, μέχρι τον Ιούνιο του 1955, οι ιθύνοντες πίστευαν ότι η Κύπρος, αργά ή γρήγορα, θα ενωνόταν με την Ελλάδα. Την πεποίθησή τους αυτή τη στήριζαν σε παγιωμένες αντιλήψεις, που προέκυπταν από τις αγγλοελληνικές σχέσεις. Ωστόσο η κρίση αυτή ήταν επιπόλαιη, όπως ενθουσιώδης μεν αλλά επιπόλαιος ήταν ο χειρισμός από την Αθήνα. Η Αγγλία ήδη είχε δώσει δείγματα των προθέσεών της, αλλά κανείς -ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Κύπρο- είχε φροντίσει να τα αξιολογήσει.
Οι Άγγλοι, γνωρίζοντας ότι αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούν να αποχωρήσουν, φρόντισαν να εντάξουν στο πρόβλημα, ως διάδικο μέρος, και την Τουρκία. Βέβαια αυτό δεν έγινε εύκολα. Η αβελτηρία των ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά και η ‘φιλοτουρκική’ στάση των ΗΠΑ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Τελικά επικράτησε απολύτως το διαίρει και βασίλευε, που τόσο καλά γνωρίζουν οι Άγγλοι (αλλά και οι Τούρκοι). Και η ελληνική πλευρά πιάστηκε στο δόκανο μας διπλής αποικιοκρατίας. Η αγγλοελληνική διαμάχη μετατράπηκε σε ελληνοτουρκική, τρεις μήνες μετά την εκδήλωση της ΕΟΚΑ.
Θέλω να τονίσω εμφαντικά ότι όλα τα σχέδια επίλυσης που προτάθηκαν, προκύπτουν από ένα οθωμανικό μοντέλο. Ο νεο-οθωμανισμός δεν αποτελεί εύρημα του Νταβούτογλου, αλλά υπήρχε και πολύ πριν ο ίδιος γεννηθεί. Η αρχή ξεκίνησε με την αναγνώριση των θρησκευτικών “κοινοτήτων” ως ταυτόσημων προς τις εθνικές. Μάλιστα, το αναγνωρισθέν σύστημα είχε ακόμη πιο σκληρή διάκριση: Μουσουλμάνοι/μη-Μουσουλμάνοι, όπου με βάση την ισλαμική θέαση, οι πρώτοι προηγούνται των δεύτερων, ανεξαρτήτως αριθμητικής δύναμης κάθε “κοινότητας”. Μάλιστα υπήρχε ένας μουφτής, ο Ντανά εφέντης, τον οποίο προωθούσε η Τουρκία, προφανώς έναντι του Μακαρίου. Από το καλοκαίρι του 1956 η Αγγλία προσανατολίζεται από την Τουρκία σε έναν διαμοιρασμό της Κύπρου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Η σκέψη στηρίζεται σε δύο δεδομένα: Το πρώτο αφορά στην απόσταση της Κύπρου από τις ακτές της Τουρκίας σε αντιπαραβολή προς την αντίστοιχη απόσταση από την Ελλάδα. Το δεύτερο, τη δυνατότητα μεταφοράς εποίκων από την Τουρκία. Πατέρας όλης αυτής της πολιτικής -που υιοθέτησε ασμένως η Μεγάλη Βρετανία- υπήρξε ο διεθνολόγος καθηγητής και πολιτικός Νιχάτ Ερίμ, τον οποίο, καίτοι ανήκοντα στην τότε αντιπολίτευση, ο Μεντερές προσέλαβε ως σύμβουλό του στο Κυπριακό. Ο Ερίμ από το χρονοντούλαπο έβγαλε το ‘συνταγματικό σχέδιο επίλυσης του Μακεδονικού’ αλλά και του ζητήματος της Βοσνίας/Ερζεγοβίνης, ένα σχέδιο που είχαν εκπονήσει ήδη από τον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησής τους στις αρχές του περασμένου αιώνα με Γερμανό συνταγματολόγο και στηριζόταν στα οθωμανικά ‘μιλλέτ’ (εθνικοθρησκευτικές κοινότητες), σε παρά φύσιν ένωση με τη διοικητική εμπειρία των διαφόρων συμβουλίων του Τανζιμάτ από το 1839 και μετά.
Είναι προφανές ότι η ΔΔΟ είναι γνήσιο προϊόν αυτής της αντίληψης. Και μάλιστα πολύ χειρότερης, γιατί πρακτικά δρομολογείται δι’ αυτής ένας εκ θεμελίων πολιτιστικός, δημογραφικός, εθνικός εκτουρκισμός, δηλαδή κάθετη αλλοίωση της υφής και φυσιογνωμίας της Κύπρου. Η επιχειρούμενη λύση είναι χειρότερη της διχοτόμησης, γιατί ο μοιραίος εκτουρκισμός θα συμβεί επί ολόκληρης της Μεγαλονήσου, όπου ο δημογραφικός παράγοντας υπερακοντίζει τις σημερινές συνθήκες, κάτι που προβλέπει και ο Ερίμ. Συνεπώς η ΔΔΟ μάλλον δεν αποτελεί επανένωση της Κύπρου αυτής καθαυτής, αλλά θα σημάνει την οιονεί Ένωση ολοκλήρου της Κύπρου με την Τουρκία, τη μετατροπή της Κύπρου σε ένα οικτρό προτεκτοράτο της Τουρκίας!
Δηλαδή επτά χρόνια μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, πιστεύετε ότι ορθώς έπραξε ο κυπριακός Ελληνισμός, επιλέγοντας να το καταψηφίσει μαζικά;
Θα πρέπει να τονιστεί, όσο πιο εμφαντικά μπορεί, ότι η ΔΔΟ θα είναι η οριστική ταφόπλακα όχι μόνο της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά της Κύπρου και ιδιαίτερα του πολιτισμού και των ανθρώπων της. Ουδαμού στον κόσμο μια μειονότητα 18% του πληθυσμού έχει γίνει κάτοχος του 50% της κρατικής εξουσίας με όλες τις συνέπειες (εκ περιτροπής προεδρία κ.ά.). Διότι, εκτός άλλων, στηρίζεται στη ρατσιστική αρχή της φυλετικής και εθνικής διάκρισης. Και ενώ οι πρόσφυγες σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να επιστρέψουν -ακόμη και σ’ εκείνη την απίθανη των περιπτώσεων που θα τους επιτραπεί- εφ’ όσον η περιρρέουσα ατμόσφαιρα θα είναι εντελώς ξένη και το περιβάλλον όχι φιλικό, οι έποικοι δεν πρόκειται να αποχωρήσουν, με αποτέλεσμα ένα πολύ μεγάλο τμήμα των γηγενών Τ/κ να εγκαθίσταται στο Νότο, μη μπορώντας και αυτοί να υποφέρουν την κατάσταση. Η Τουρκία, μετά την κυοφορούμενη λύση, θα είναι σε θέση να ελέγχει ολόκληρη τη Μεγαλόνησο. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι με τη ΔΔΟ η Κύπρος θα μετατραπεί σε ελεεινό και οικτρό προτεκτοράτο της Τουρκίας, με συνέπεια, σε βάθος χρόνου της επόμενης τριακονταετίας, να εκτουρκιστεί και εξισλαμιστεί σε μέγιστο βαθμό, ενώ αριθμητικά θα υπάρχει αντιστροφή της σημερινής σχέσης των Ε/κ προς τους γνήσιους Τ/κ. Συνεπώς η ΔΔΟ για κάθε νουνεχή και σώφρονα και προπαντός σκεπτόμενο άνθρωπο είναι μια λύση πολύ πιο οδυνηρή και από αυτήν ακόμη τη Διχοτόμηση.
Ο αγώνας της ΕΟΚΑ
Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι αν ήταν λάθος ο αγώνας της ΕΟΚΑ, ήταν λάθος και η ελληνική, αμερικανική και γαλλική επανάσταση. Συμφωνείτε μ’ αυτήν τη διαπίστωση;
Λάθος δεν ήταν ο αγώνας της ΕΟΚΑ. Ο εν λόγω αγώνας, όμως, καθώς πιστεύω, δεν έχει άμεση σχέση ούτε προς την αμερικανική ούτε προς την γαλλική επανάσταση. Και αυτό γιατί, ενώ με την πρώτη συγγενεύει ως προς το αντιαποικιακό πνεύμα από το οποίο διέπεται, δεν ταιριάζει με την κατασκευή του αμερικανικού έθνους που δρομολογείται από και διά της επαναστάσεως. Η γαλλική, πάλι, επανάσταση είχε αντιφεουδαρχικό χαρακτήρα - αυτό δεν σημαίνει ότι ο αγώνας της ΕΟΚΑ εστερείτο παντελώς κοινωνικού χαρακτήρα.
Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ είναι αυθεντική συνέχεια της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και εντάσσεται στις προσπάθειες ενοποίησης της Ελλάδας. Παράλληλα, το Κυπριακό λειτούργησε στην Ελλάδα, που εξήρχετο καθημαγμένη από τον εμφύλιο, ως ασφαλιστική δικλίδα, συνενωτική του λαού και πεδίο εκφόρτισης της αντιαποικιακής ιμπεριαλιστικής πολιτικής από την Αριστερά.
Ελλάδα και Κύπρος αγνόησαν τον τουρκικό παράγοντα
Υπάρχει ο ισχυρισμός ότι οι Άγγλοι είχαν εισηγηθεί διάφορες λύσεις, οι οποίες θεωρούνται χαμένες ευκαιρίες, ενώ στο βιβλίο προσδιορίζονται ως δικτατορία του κυβερνήτη. Ποια είναι η άποψή σας επί τούτου;
Δεν υπήρχαν χαμένες ευκαιρίες, υπήρξαν κατά καιρούς φρικαλέοι χειρισμοί -κάτι πάνω από εξοργιστικοί- αρχίζοντας από την αποδοχή το 1958 της πρότασης του Έλληνα ομολόγου του Τεβρίκ Ρουστού Ζορλού, Ευάγγελου Αβέρωφ -Τοσίτσα, για αναγνώριση στους Τ/κ αντί μειονοτικού καθεστώτος -έστω και προνομιακού-, του καθεστώτος της ‘κοινότητας’, δηλαδή το οθωμανικό σχέδιο. Και η αποδοχή έγινε λόγω άγνοιας των τουρκικών πραγμάτων, της Ιστορίας αυτής καθαυτής, αλλά και της ιστορίας των θεσμών της Τουρκίας, τη γνώση της νοοτροπίας, τη δομή της βασικής προσωπικότητας, συνεπώς και του τρόπου σκέπτεσθαι και πράττειν της Τουρκίας. Είναι εκπληκτικό ότι η Ελλάδα και η Κύπρος ξεκίνησαν έναν Αγώνα δίχως να υπολογίζουν τον τουρκικό παράγοντα και μάλιστα αγνοώντας τον. Σήμερα καθιερώθηκαν σε Ελλάδα και Κύπρο οι τουρκικές σπουδές. Ενώ πριν από πενήντα χρόνια ο τουρκικός παράγοντας και η Τουρκία γενικά υποτιμούνταν, σήμερα υπερτιμούνται. Χρειάζεται γνώση διαχείρισης των γνώσεων, των σχετικών προς την Τουρκία.
Η μόνη χαμένη ευκαιρία είναι του 1964. Ακόμη και σήμερα επαινούν τον αείμνηστο Γεώργιο Παπανδρέου γιατί απέρριψε την πρόταση του πρόεδρου Τζόνσον να συναντηθεί στην Ουάσιγκτον και να συζητήσει το ζήτημα με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ίνονου. Η αρνητική επιρροή στο θέμα αυτό του Ανδρέα Παπανδρέου είναι απόλυτη. Ουσιαστικά τον πήρε κυριολεκτικά στο λαιμό του. Γιατί ο μόνος Τούρκος πολιτικός που μπορούσε να στέρξει στην Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα την εποχή εκείνη ήταν ο Ισμέτ Ίνονου. Είχα μείνει κατάπληκτος, στην Άγκυρα όπου είχα μεταβεί τον Αύγουστο του 1964, συναντώντας δύο υπουργούς τής τότε κυβέρνησης συνασπισμού, τον υπουργό Τύπου και Τουρισμού Αλί Ιχσάν Γκιογιούς και τον υπουργό Εσωτερικών Οράν Όζτρακ, να μου λένε ευθαρσώς ότι ‘να γίνει η Ένωση, αλλά όχι με τρόπο που θα τους εκθέτει στο λαό’.
Αν μελετήσετε προσεκτικά τις εγγραφές από το ‘ημερολόγιο’ του Νιχάτ Ερίμ, προκύπτει σαφώς ο ισχυρισμός μου, παρότι το δημοσιευθέν κείμενο χρονολογείται τους πρώτους μήνες μετά την εισβολή του 1974 και συνεπώς έχει υποστεί ‘διορθωτικές επεμβάσεις’.