- Γράφει ο Δρ Αντώνης Λιάπης
Μέχρι το 1997 για την ελληνική πλευρά το Πομακικό ήταν θέμα ενασχόλησης ιστοριοδιφών οι οποίοι αναζητούσαν τις ρίζες της ομάδας στις διάφορες ιστορικές περιόδους από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι και το Βυζάντιο. Η τουρκική ιστοριογραφία από την πλευρά της είχε δημιουργήσει τους δικούς της μύθους για την καταγωγή της ομάδας, οι οποίοι όμως ήταν ευκολότερο να διαχυθούν μέσα στους Πομάκους για λόγους που θα αναλυθούν παρακάτω. Μετά το 1997, η περίοδος του ρομαντισμού για τους Πομάκους φαίνεται ότι έληξε οριστικά. Το ΚΠΕ έθεσε για πρώτη φορά το Πομακικό στην πολιτική του βάση ως πρόβλημα πολιτισμικής γενοκτονίας και αναγνώρισης της ιδιαιτερότητάς τους, ξεφεύγοντας έτσι από το επίπεδο των συχνά εξωπραγματικών προσεγγίσεων που πραγματοποιούνταν έως τότε από αρθρογράφους. Έδωσε νέες και άγνωστες ως εκείνη τη στιγμή προοπτικές στο ζήτημα και απελευθέρωσε μία τεράστια δυναμική η οποία προκάλεσε τρομακτικές σε ένταση ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις στο εσωτερικό των μουσουλμανικών ομάδων της Θράκης, ενώ αναπόφευκτα ίσως, κατέστη την περίοδο εκείνη θέμα πρώτης και επείγουσας προτεραιότητας για την τουρκική εξωτερική πολιτική όπως αυτή εκφραζόταν τοπικά από συγκροτημένους μηχανισμούς στη Θράκη. Οι πρωτεργάτες του ΚΠΕ με επικεφαλής τον πρώτο πρόεδρό του Ομέρ Χαμδή, γνώρισαν ένα πρωτοφανές κύμα τρομοκρατίας που σκοπό είχε να εξουδετερώσει εν τη γενέσει του το πομακικό κίνημα. Τα μέλη του ΚΠΕ συκοφαντήθηκαν ως πράκτορες του ελληνικού κράτους και σκοτεινών δυνάμεων, ως «άπιστοι που επιθυμούν να εκχριστιανίσουν τους Πομάκους και να διασπάσουν την ενότητα της τουρκικής μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης».
Η ελληνική πολιτεία αρχικά αντιμετώπισε με αδιαφορία το ζήτημα, αλλά στη συνέχεια όταν ο τουρκικός παράγοντας πίεζε εκπροσώπους κυρίως της τοπικής αυτοδιοίκησης και του τοπικού πελατειακού πολιτικού συστήματος, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι συντάχθηκαν με τις τουρκικές θέσεις. Κάποιοι μάλιστα συνέδεσαν την πολιτική τους πορεία με τη σκληρή στάση απέναντι στο πομακικό κίνημα, το οποίο πολέμησαν με οργανωμένο τρόπο. Πίστευαν ότι θα εξασφαλίσουν έτσι την ψήφο των πολυπληθών μουσουλμάνων ψηφοφόρων εις το διηνεκές. Σε αυτή την ήδη ζοφερή πραγματικότητα, δηλαδή ανάμεσα στη μέγγενη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και στην εχθρική στάση τοπικών παραγόντων, προστέθηκε άλλος ένας εξωγενής παράγοντας που επιβάρυνε το ήδη φορτισμένο κλίμα. Ήταν η βουλγαρική πλευρά, η οποία διείδε στο κίνημα έναν ανεξέλεγκτο παράγοντα που θα μπορούσε δυνητικά να παρασύρει σε ιδεολογικό τουλάχιστον επίπεδο και τους εκατοντάδες χιλιάδες Πομάκους της βουλγαρικής ορεινής Ροδόπης. Η αντίδραση που προήλθε από τα βόρεια έδωσε ένα πρώτης τάξεως πολιτικό άλλοθι στους οπαδούς της απο-πομακοποίησης.
Στερεότυπες φράσεις, εκπροσώπων της ελληνικής διπλωματίας, που επί δεκαετίες κυριαρχούσαν, όπως για παράδειγμα τα «περί λεπτών ζητημάτων», «περί της επιταγής να μην ασχολούνται οι τοπικές κοινωνίες με τα ζητήματα αυτά διότι είναι ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και δεν τα γνωρίζουν» ή ακόμα ότι «δεν έπρεπε να διαταραχθεί το ήπιο κλίμα μεταξύ των δύο χωρών», απλώς συσκότιζαν την πραγματικότητα, επιβάρυναν ακόμη περισσότερο τον ούτως ή άλλως αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων τοπικά, αποπροσανατόλιζαν την κοινή γνώμη και τέλος έδιναν άλλοθι και βάθαιναν όλο και περισσότερο την πολιτική αφανισμού των Πομάκων.
Το Πομακικό εισήλθε σε μια νέα μεν ιστορική φάση, αλλά κάποιες διαχρονικές σταθερές της ελληνικής πολιτικής παρέμεναν αναλλοίωτες. Λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πολιτική που προκρίθηκε ήταν εκείνη της αποσιώπησης της πομακικής γλώσσας, διότι λόγω της συγγένειάς της με τις σλαβικές καθίστατο ύποπτη ως πιθανό υπόβαθρο κομμουνιστικής εξάπλωσης. Η διείσδυση της τουρκικής στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου ήταν μάλλον μια επιθυμητή προοπτική για την ελληνική και τη νατοϊκή πολιτική. Στη συνέχεια και μέχρι το 1974 οι εφήμερες ελληνοτουρκικές προσεγγίσεις λειτούργησαν απολύτως αρνητικά για τους Πομάκους αφού καμία ελληνική κυβέρνηση δεν ανακινούσε ένα θέμα που θα ενοχλούσε την τουρκική πλευρά, έστω και αν αφορούσε μια περιοχή μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους, όπως η Θράκη. Τα ελληνοτουρκικά μορφωτικά πρωτόκολλα (1951 και 1968) υπογράφηκαν μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα και επικύρωσαν τα όσα περί γλώσσας και τουρκικής εκπαίδευσης προβλέπονταν (ή υπονοούνταν) στα άρθρα της Συνθήκης Ειρήνης που υπεγράφη στη Λωζάνη (1923). Ο εκτουρκισμός των Πομάκων ήταν πλέον κατοχυρωμένος, πέραν της διεθνούς Συνθήκης, και από νεότερες διμερείς διακρατικές συμφωνίες. Και στη συνέχεια, το κλίμα φοβίας και αδράνειας που χαρακτήρισε τις μεταπολεμικές δεκαετίες συνέχισε να παράγει σταθερά τα αντιπομακικά του αποτελέσματα. Ακόμα και οι αρχές της πολυδιαφημισμένης πολυπολιτισμικότητας που μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχε αρχίσει να ανατέλλει στη Θράκη, υποχώρησαν ραγδαία εμπρός στις πιέσεις του τουρκικού παράγοντα.
Εκδηλώσεις πολυπολιτισμικότητας στις οποίες παρουσιάζονταν και στοιχεία πομακικής πολιτισμικής κληρονομιάς, από φορεσιές μέχρι και φαγητά, πολεμήθηκαν από εκπροσώπους του τουρκικού εθνικισμού τοπικά και εν τέλει δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που όταν στη Θράκη, ελληνικό κράτος και φορείς μιλούν για πολυπολιτισμικότητα εννοούν τα πάντα εκτός από τους Πομάκους. Συγκεκριμένα στις 28 Αυγούστου 1998 στην Κομοτηνή, το Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων διοργάνωσε εκδήλωση παραδοσιακών γεύσεων όπου μεταξύ άλλων υπήρχε και πομακική κουζίνα με πίτες και γλυκίσματα. Η εκδήλωση πολεμήθηκε με ανακοινώσεις και παρεμβάσεις προς πολιτικούς παράγοντες από αντιδραστικά και ανθελληνικά στοιχεία, τα οποία όμως κατείχαν κορυφαίες θέσεις στη μειονοτική κοινωνία. Ξαφνικά οι ταπεινές πομακικές πίτες αναδείχθηκαν σε μείζον πολιτικό ζήτημα.
Σε άλλη περίπτωση πάλι στις αρχές του 2001, ο δήμος Σαπών, κυκλοφόρησε πολυδιαφημισμένο δισκάκι (CD) με τίτλο «Τα παιδιά του Ορφέα», που το απεκάλεσε πολυπολιτισμικό φιλοδοξώντας να συμπεριλάβει όλες τις μουσικές παραδόσεις της Θράκης. Και ενώ μεταξύ των θρακιώτικων, τσιγγάνικων, ποντιακών, τουρκικών και άλλων τραγουδιών -εκπροσώπων των τοπικών μουσικών παραδόσεων- υπήρχε και πομακικό τραγούδι, το οποίο μάλιστα είχε ηχογραφηθεί σε στούντιο και γενικά είχε ολοκληρωθεί η τεχνική διαδικασία, μετά από τις οξείες και στερεότυπες εν πολλοίς αντιδράσεις που προέκυψαν, ο τότε δήμαρχος έσπευσε να αφαιρέσει το πομακικό τραγούδι ενθαρρύνοντας έτσι τις ρατσιστικές αντιδράσεις κατά των Πομάκων.
Η θρακική παραλλαγή της πολυπολιτισμικότητας προσέλαβε έτσι χαρακτήρα πανευρωπαϊκής πρωτοτυπίας. Οι Πομάκοι αν και αποτελούν μια από τις σπουδαιότερες πολιτισμικές συνιστώσες της Θράκης, είναι συνήθως αποκλεισμένοι από όλες τις εκδηλώσεις, όπου συμμετέχουν όλες οι άλλες πολιτισμικές ομάδες της Θράκης: οι τουρκογενείς, οι Καππαδόκες, οι Πόντιοι, οι Σαρακατσάνοι, οι Αρμένιοι, οι Ρωμά κ.ά.
Όμως τα τελευταία χρόνια και το εθνώνυμο Πομάκος μέσα από διαδικασίες που θυμίζουν Ιερά Εξέταση, αφαιρέθηκε από πολλά έντυπα δημοσίων υπηρεσιών, νομαρχιών και δημαρχιών της περιοχής, όπως για παράδειγμα από πολυτελή έκδοση-τουριστικό οδηγό του νομαρχιακού διαμερίσματος Ροδόπης με τίτλο «Ροδόπη, Η Γη των Θρύλων», το έτος 1998. Μετά από αντιδράσεις των τουρκογενών τα χιλιάδες αντίτυπα του βιβλίου αποσύρθηκαν προς πολτοποίηση και έγινε «πανομοιότυπη» επανέκδοση. Από τη σελίδα που αναφερόταν στην καταγωγή των Πομάκων, απαλείφθηκε όλη η σχετική αναφορά (σελ. 29). Είναι χαρακτηριστικό το με ημερομηνία 23.9.1998 έγγραφο του τότε νομάρχη προς τον αρμόδιο της έκδοσης, όπου ανέφερε ότι «...με μια πρόχειρη ανάγνωση...διαπιστώσαμε ότι παρεισέφρυσαν ορισμένα λάθη. Κατόπιν αυτού παρακαλούμε σε συνεννόηση μαζί μας, όπως διορθώσετε αυτά, σύμφωνα με τις προφορικές οδηγίες που θα σας δοθούν. Πέραν των ανωτέρω και μέχρι διόρθωσης των σχετικών σημείων να σταματήσει η έκδοση και διάθεση του οδηγού».
Παρόμοιο περιστατικό καταγράφηκε και φέτος τον Ιανουάριο (2004) σε επίσης εικονογραφημένο οδηγό με τίτλο «Νομός Ροδόπης», έκδοση της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Σε κάποια σελίδα, ο συντάκτης των κειμένων, μεταξύ των παραδοσιακών γεύσεων της Θράκης ανέφερε και την πομακική κουζίνα, ενώ σε άλλο σημείο γινόταν απλά μία γενική αναφορά στα ορεινά χωριά των Πομάκων. Προκλήθηκαν εκ νέου αντιδράσεις και πιέσεις προς τοπικούς παράγοντες και ακολουθήθηκε η συνήθης οδός. Απόσυρση ή καταστροφή των αντιτύπων και επανέκδοση με ουσιαστική και συμβολική απάλειψη της πομακικής παρουσίας στα έντυπα της Περιφέρειας.
Σε παρόμοιας λογικής στάση οφείλεται και η απάλειψη της λέξης Πομάκοι, τον Νοέμβριο του 2003, ακόμα και από κείμενο προτάσεων που αφορούσε την καταπολέμηση των ναρκωτικών στην Ξάνθη (Κέντρο Ενημέρωσης και Πρόληψης κατά των Ναρκωτικών), μετά από επιμονή ανώτατου αυτοδιοικητικού παράγοντα. Η αναφορά στους Πομάκους θεωρήθηκε περιττή και ανώφελη.
Τα τρία τελευταία χρόνια, από τη λαίλαπα των προγραφών δεν ξέφυγαν ούτε τα αναπτυξιακά ευρωπαϊκά προγράμματα κυρίως επαγγελματικής κατάρτισης, στα πλαίσια του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, που ενώ από την ΕΕ έφθαναν στην Αθήνα ως απευθυνόμενα σε Κοινωνικά Ευπαθείς Ομάδες και ειδικά σε Πομάκους και Τσιγγάνους, στην ίδια τη Θράκη, η λέξη Πομάκος εξαφανιζόταν και στη θέση της έμπαινε η λέξη μουσουλμάνος ή ορεινοί κάτοικοι ή ορεσίβιοι, μόνο και μόνο για να μην ενοχληθούν όσοι ελέγχουν τα νήματα στο μειονοτικό πληθυσμό. Μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές που παρόμοια προγράμματα κινδύνευσαν να ακυρωθούν διότι οι συμμετέχοντες Πομάκοι υπέστησαν σοβαρότατες πιέσεις να εγκαταλείψουν τους χώρους διδασκαλίας. Έχει καταστεί κοινός τόπος στη Θράκη, ότι για να υλοποιηθεί ένα πρόγραμμα δεν πρέπει να περιλαμβάνει στον τίτλο του τη λέξη Πομάκος. Και πέρυσι από τα σχολικά εγχειρίδια του προγράμματος «Εκπαίδευση Μουσουλμανοπαίδων» του υπουργείου Παιδείας, την επιστημονική ευθύνη του οποίου έχει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Άννα Φραγκουδάκη, αφαιρέθηκαν δύο επικίνδυνες πομακικές λέξεις η λεσίτσα (στα πομακικά σημαίνει αλεπού) και η μάικα (που σημαίνει μητέρα), από τις οποίες υποτίθεται ότι απειλούνταν η εθνική ενότητα των Τούρκων της ελληνικής Θράκης. Η πομακική λέξη λεσίτσα στη νέα έκδοση του ελληνόγλωσσου σχολικού βιβλίου της Γ΄ δημοτικού της περιόδου 2003-2004 ακολουθώντας το πνεύμα του παραλογισμού μεταμορφώθηκε στο ομοιοκατάληκτο ελληνικό όνομα Λενίτσα!
Αξίζει στο σημείο αυτό να παρατεθεί απόσπασμα από κείμενο διαμαρτυρίας που κυκλοφόρησε ομάδα χριστιανών δασκάλων που συμμετέχουν στο παραπάνω πρόγραμμα (Πρωτοβουλία Δασκάλων για την Υπεράσπιση του Αυτονόητου), στη γενική συνέλευση του συλλόγου (Ξάνθη), τον Σεπτέμβριο του 2003 με τίτλο «Τι δουλειά έχει η lesitsa στο παζάρι;»:
«Στο παζάρι των ελληνοτουρκικών διαφορών και της ψήφου του μουσουλμάνου ψηφοφόρου... μια αλεπού (lesitsa) ψάχνει τη χαμένη της τιμή και την πιεζόμενη ταυτότητά της. Μια νύμφη των βουνών, μια νεράιδα του δάσους, που - άραγε πώς -εμφιλοχώρησε στις σελίδες των βιβλίων της ελληνικής γλώσσας της τρίτης τάξης των μειονοτικών μας σχολείων, ενόχλησε τα μάλα την ηγεσία της μειονότητας στην περιοχή μας.
Περισσότερο από την ελεεινή φετινή τιμή του καπνού.
Περισσότερο από την επικινδυνότητα των δρόμων στην ορεινή περιοχή.
Περισσότερο από τα ολοένα συρρικνούμενα μεροκάματα.
...Ιπτάμενα άλογα, μαγικά χαλιά, πρίγκιπες, ξωτικά, μάγισσες παρελαύνουν μέσα στις σελίδες αυτών των τευχών και κάνουν τη διδασκαλία απόλαυση και για μας αλλά και για τα παιδιά...τα παιδιά των μειονοτικών σχολείων ελάχιστες φορές είχαν τη δυνατότητα να απολαύσουν τη μαγεία του λογοτεχνικού λόγου...πλην όμως δεν έχουμε καμία διάθεση (σ.σ. εννοείται ως δάσκαλοι), αμαχητί να αφήσουμε να θυσιαστεί εμπνευσμένο υλικό...στο βωμό σκοταδιστικών αντιλήψεων που θεωρούν ότι το μεγάλο πρόβλημα της μειονότητας είναι η ύπαρξη των Πομάκων...
Αυτοί αποκαλούν την αλεπού lesitsa. Από εκεί και η νεράιδα των βιβλίων που υπερασπιζόμαστε.
Αυτοί αποκαλούν τη μητέρα maika. Από εκεί και η μεγάλη σοφή γριά των κειμένων μας....
Αυτούς δεν θέλει να ξέρει η μειονοτική ηγεσία...αρνούνται να δεχθούν ακόμα και ενδείξεις της ύπαρξής τους...Ζητούμε... και από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου (σ.σ. Παιδείας) να αντιμετωπίσουν συνειδητά τις ποικίλες πιέσεις και στρέφοντας την πλάτη σε παλαιοκομματικές πρακτικές να υπερασπιστούν τα βιβλία...».
Φυσικά τα βιβλία, πλην των ίδιων των δασκάλων δεν τα υπερασπίστηκε κανείς και τα περισσεύματα υποθέτουμε ότι ακολούθησαν τη γνωστή οδό της πολτοποίησης.
Οτιδήποτε λοιπόν θυμίζει τους Πομάκους στη Θράκη καταδιώκεται και αφανίζεται επίσημα. Η χρήση της λέξης Πομάκος έχει ποινικοποιηθεί στο πολιτικό και στο πολιτιστικό επίπεδο. Αν τα φαγητά τους, οι φορεσιές τους και τα δημιουργήματα του υλικού τους πολιτισμού αντί για «πομακικά» αποκληθούν «τουρκικά», τότε και μόνο τότε είναι αποδεκτά. Δυστυχώς το ίδιο συμβαίνει όχι μόνο με τα αντικείμενα, αλλά και με τους ανθρώπους. Άλλωστε η υποδούλωση και η αλλοτρίωση έχουν πολλά πρόσωπα. Ένα από αυτά είναι και ο έντονος φιλοτουρκισμός που αναπτύχθηκε σε μια μερίδα Πομάκων που συνδέθηκε με τα πιο ακραία στοιχεία των τουρκογενών ομοθρήσκων τους.
Όμως η πλειοψηφία δεν εκπροσωπείται από τους τουρκίζοντες, αλλά από μιαν άλλη μερίδα, τη μεγαλύτερη και ταυτόχρονα αφανή, αυτή που υπομένει και παραμένει βουβή, αυτή που παρακολουθεί και ζυγίζει τις εξελίξεις, τους ανθρώπους της σιωπής και του φόβου. Τα ερωτήματα που προκύπτουν αφορούν την αδιερεύνητη σχέση της αφανούς και άφωνης πλειοψηφίας με την ισχυρή μειοψηφία που ωθεί τον πληθυσμό στην απο-πομακοποίηση και την διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι της ομάδας με βίαιο τρόπο.
Είναι τέλος και η άλλη, η μερίδα των ενεργών, των ελεύθερων Πομάκων που κατάφεραν να αποτινάξουν το φόβο, τα δεσμά της άγνοιας και της ιδεολογικής χειραγώγησης. Είναι αυτή που δημιουργεί, αυτή που μάχεται. Το ΚΠΕ είναι ένας προνομιακός - αλλά ευτυχώς όχι πλέον ο μοναδικός - χώρος έκφρασης της μερίδας αυτής.
Στους Πανελλήνιους Μαθητικούς Μουσικούς Αγώνες, που έγιναν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας από τις 17 έως τις 27 Δεκεμβρίου 1997 στο Ζάππειο Μέγαρο (Αθήνα), και ειδικότερα στην κατηγορία χορωδιών δημοτικής μουσικής, η χορωδία του Γυμνασίου Πολυσίτου Ξάνθης (αποτελούμενη στην πλειοψηφία της από Πομάκους μαθητές) υπό την διεύθυνση του Κομοτηναίου Ηλία Ιωαννάκη, κατέλαβε την πρώτη θέση με δύο πομακικά και τρία ελληνικά τραγούδια.
Όμως η τεσσαρακονταμελής χορωδία είχε βραχύ βίο, αφού όταν ξεκίνησε αποτελείτο από 70 μαθητές και μαθήτριες, ενώ την παραμονή της αναχώρησής της για την Αθήνα, πολλοί μαθητές και μαθήτριες παρέδωσαν με δάκρυα στα μάτια τις παραδοσιακές τους στολές λέγοντας ότι φοβούνται και ότι οι γονείς τους δέχθηκαν απειλές. Τους κατηγόρησαν ως προδότες, ενώ μουσουλμάνοι δάσκαλοι είπαν στα παιδιά ότι εάν πάνε στην Αθήνα θα τους αναφέρουν γραπτώς στο τουρκικό κράτος και το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής και όταν έρθει η ώρα δεν θα μπορέσουν να σπουδάσουν μια και η Τουρκία δεν θα τους επιτρέψει ούτε καν τα σύνορά της να περάσουν. Μάλιστα σε σπίτια κοριτσιών από τα χωριά Γρήγορο, Φίλια και Λευκόπετρα, θυροκόλλησαν απειλητικές επιστολές, οι οποίες πανικόβαλαν τους φτωχούς και αγράμματους Πομάκους. Υπήρξαν όμως και μαθητές οι οποίοι υπερασπίστηκαν την ταυτότητά τους, όπως κάποιος από τη Λευκόπετρα, ο οποίος απείλησε με βία τουρκόφρονα δάσκαλο, λέγοντάς του «δεν σε φοβάμαι, αν με πειράξεις θα ανταποδώσω και θα φύγω στο βουνό όπου ζούσαν οι παππούδες μου…»
Το ένα από τα δύο τραγούδια που τραγούδησε η χορωδία, το «Γιένου-Γιένου...», ήταν το πομάκικο τραγούδι που επρόκειτο να συμπεριληφθεί στο πολυπολιτισμικό CD του δήμου Σαπών (όπως ανέφερα παραπάνω), αλλά αφαιρέθηκε μετά από πιέσεις τουρκοφρόνων προς το δήμο Σαπών.
Άλλη μια μικρή σελίδα της ιστορίας του πομακικού ζητήματος, με πρωταγωνιστές πάλι Πομάκους μαθητές, γράφτηκε στο δημόσιο γυμνάσιο της ορεινής Σμίνθης στις 22 Φεβρουαρίου του 2000, όταν οι μαθητές προχώρησαν σε κατάληψη, επειδή ο τότε τουρκόφρων Πομάκος δήμαρχος Μύκης Μουσταφά Αγγά αρνιόταν επί μήνες (από τον Οκτώβριο του 1999) να υδροδοτήσει το κτίριο. Όταν οι γονείς των παιδιών τον επισκέφθηκαν επιβεβαίωσε ότι σκοπίμως δεν παρέχει νερό, ώστε ή να κλείσει το σχολείο ή να υποχρεωθεί να εισαγάγει και τη διδασκαλία της τουρκικής. Η στάση αυτή εξαγρίωσε τους μαθητές οι οποίοι εξέδωσαν κείμενο διαμαρτυρίας με 123 υπογραφές και ανάρτησαν πανό στο γυμνάσιό τους με επιγραφή στα πομακικά. Η πομακική επιγραφή εξόργισε πιο πολύ τους τουρκόφρονες, οι οποίοι την χαρακτήρισαν ως βουλγαρική και κλιμάκωσαν τις επιθέσεις.
Οι εθνικιστικοί κύκλοι που ελέγχουν ιδεολογικά τη μειονότητα – έχοντας την υποστήριξη αντίστοιχων κύκλων της Τουρκίας - δεν διστάζουν να επιτεθούν και σε εκ Τουρκίας πρόσωπα, όταν αυτά αναφερθούν απλά και μόνο στους Πομάκους. Θύμα της αντιπομακικής πολιτικής υπήρξε και η δημοσιογράφος Νουρ Μπατού, ανταποκρίτρια στην Αθήνα της τουρκικής εφημερίδας Χουρριέτ, η οποία σε άρθρο της για τη Θράκη στις 8.11.2000 ανέφερε την ύπαρξη των Πομάκων στη Θράκη. Η απλή αναφορά της λέξης Πομάκοι, προκάλεσε τις εν χορώ αντιδράσεις των γνωστών κύκλων οι οποίοι με επιστολές τους στον διευθυντή της εφημερίδας, αλλά και στην ίδια εξέφραζαν την αγανάκτηση και τη θλίψη τους, ενώ άφηναν ακόμα και αιχμές για τον ύποπτο ρόλο της και τις σχέσεις της με το ελληνικό κράτος. Μάλιστα, η εκδότρια της τουρκόφωνης εφημερίδας «Γκιουντέμ» στην Κομοτηνή προέτρεπε όλους τους μουσουλμάνους ή να τηλεφωνούν στην εφημερίδα ή να στέλνουν ομαδικά τηλεομοιοτυπικά και ηλεκτρονικά μηνύματα ώστε να κατακλυστεί από τις διαμαρτυρίες (14.11.00). Κύματα λοιπόν πανομοιότυπων κατευθυνόμενων αντιδράσεων εκδηλώνονται κάθε φορά που τίθεται το Πομακικό, με μοναδικό σκοπό να εκφοβισθούν όσοι αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες προβολής του ζητήματος. Οι Πομάκοι όπως εύστοχα παρατήρησε Πομάκος μέλος του ΚΠΕ είναι οι Κούρδοι της Θράκης, αφού και οι δύο πληθυσμοί για τον τουρκικό εθνικισμό μέχρι και πριν λίγο καιρό ήταν «ορεινοί Τούρκοι».
Οι κάτοικοι του απομονωμένου ορεινού πομακικού χωριού Μυρτίσκη (νομός Ροδόπης) πρωταγωνίστησαν το 1997 σε ένα επεισόδιο που δεν φαντάζονταν ότι θα μπορούσε να συμβεί. Με πρωτοβουλία 28 ατόμων ιδρύθηκε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μυρτίσκης, με στόχο να βελτιωθεί το επίπεδο διαβίωσης. Στο υπόμνημα που κυκλοφόρησε ο σύλλογος διατυπώθηκαν κατά σειρά τα ακόλουθα τρία μοναδικά αιτήματα: 1. να γίνει τσιμεντόστρωση του δρόμου μέσα στο χωριό σε μήκος 300 μέτρων, 2. να αγοραστεί υδραντλία για να ποτίζουν τα χωράφια τους με βυτίο και 3. να διαμορφωθεί μικρή αίθουσα - έδρα του συλλόγου, όπου θα γίνει λαογραφικό μουσείο και βιβλιοθήκη με τηλεόραση και βίντεο.
Κατ’ αρχάς οι κάτοικοι είχαν την ατυχία να είναι Πομάκοι και κατά δεύτερο λόγο να αναλάβουν μία πρωτοβουλία χωρίς την έγκριση των «πατρώνων» της Κομοτηνής. Ειδικά το τελευταίο αίτημά τους για ίδρυση λαογραφικού μουσείου ενέσπειρε πανικό στους τουρκόφρονες κύκλους και ενεργοποίησε τις αντιδράσεις τους. Προσωπικές πιέσεις, απειλές, κηρύγματα στα τεμένη της περιοχής και ανακοινώσεις είχαν σκοπό να διαλύσουν τον σύλλογο. Οι κάτοικοι φοβόντουσαν να βγουν από το χωριό γιατί όπου κι αν πήγαιναν είτε στα διπλανά χωριά είτε στην πόλη, τους κατηγορούσαν ως προδότες, καθώς τόλμησαν να ζητήσουν λαογραφικό μουσείο και δεν προνόησαν ώστε στον τίτλο του συλλόγου να υπάρχει η λέξη «Τούρκοι». Ακόμη και όσοι από χρόνια είχαν μεταναστεύσει από τη Μυρτίσκη και ζούσαν σε πεδινά χωριά ή στην Κομοτηνή υπήρξαν αποδέκτες πιέσεων. Η κοινότητα Οργάνης στην οποία ανήκαν διοικητικά, τους απειλούσε ότι θα τους κόψει όλες τις επιδοτήσεις για τις καλλιέργειες και την κτηνοτροφία (τη κυριότερη πηγή επιβίωσης των φτωχών κατοίκων) και ότι δεν θα τους ξαναδώσει κανένα πιστοποιητικό. Άτυπες οργανώσεις με ανθελληνικό προσανατολισμό όπως η Συμβουλευτική Επιτροπή (όργανο ελεγχόμενο από το τουρκικό προξενείο) με επικεφαλής τότε τους Αντέμ Μπεκήρογλου, Γκαλήπ Γκαλήπ, Ριτβάν Χατίπογλου, Ισμαήλ Ροδοπλού, Χούλια Εμίν κ.ά. κατάρτισαν ακόμη και πρόγραμμα περιοδειών «νουθεσίας» των Πομάκων το οποίο μάλιστα δημοσιοποίησαν μέσω του μειονοτικού Τύπου. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για περιοδείες τρομοκρατίας οι οποίες ξεκίνησαν στις 17.10.1997 από την Οργάνη και κατέληξαν στις 27.12.1997 στη Δρανιά, με «θετικό» αποτέλεσμα, αφού ο σύλλογος διαλύθηκε πριν καν λειτουργήσει. Τα περισσότερα μέλη έντρομα δήλωσαν μετάνοια και ζήτησαν να διαγραφούν!
Κορυφαίοι σταθμοί στην πορεία εξαφάνισης ή μετάλλαξης του περιεχομένου της πομακικής πολιτισμικής κληρονομιάς ήταν τα δύο μεγάλα πομακικά πανηγύρια της ανατολικής ορεινής Ροδόπης στα υψώματα Ακρίτας (Αλάν Τεπέ ή Αλάνατ) και Χίλια (Σέτσεκ) αντίστοιχα, τα οποία συνέχιζαν μια μακραίωνη παράδοση στα ορεινά της Θράκης. Από πομακικές - εθνοτικές εκδηλώσεις θρησκευτικών προεκτάσεων, μετατράπηκαν σε τουρκικά - εθνικιστικά πανηγύρια μέσα από πρωτοφανείς ενέργειες απομάκρυνσης των παραδοσιακών διοργανωτών - χορηγών, των επονομαζόμενων «αγάδων». Ο διπλός σφετερισμός (εθνοτικός και θρησκευτικός) έγινε εν μέσω αντιδράσεων ειδικά των ορεινών κιζιλμπάσηδων αλλά επί ματαίω, μια και πολιτικά και θεσμικά δεν είχαν τη δύναμη να επηρεάσουν το πελατειακό σύστημα της Θράκης, που αναφανδόν τάχθηκε υπέρ των τουρκοφρόνων.
Ήδη, έχουν μετατραπεί σε φιέστες- κακέκτυπα αντίγραφα αντίστοιχων πανηγυριών της Τουρκίας- όπου κυριαρχούν οι πύρινοι λόγοι και οι εκθειαστικές αναφορές στην οθωμανική αυτοκρατορία, η συμμετοχή χορευτικών συγκροτημάτων του Υπουργείου Πολιτισμού της Τουρκίας, τα αεροπανώ με φράσεις του Μουσταφά Κεμάλ, η έλευση τούρκων παλαιστών και η ταυτόχρονη προσπάθεια αποκλεισμού από τους αγώνες πάλης ελλήνων παλαιστών κλπ.
Σε τοπικές ελληνόφωνες εφημερίδες της Κομοτηνής (και ειδικά στον «ΑΝΤΙΦΩΝΗΤΗ»), έχουν καταγραφεί λεπτομερειακά από το 1998 και μετά, όλα όσα διαδραματίστηκαν στην ορεινή Ροδόπη. Η επανα-νοηματοδότηση των πανηγυριών από τους νέους διοργανωτές/ σφετεριστές τους, φανερώνεται με απροσχημάτιστο τρόπο τέσσερα χρόνια μετά την «αρπαγή», στο ένθετο περιοδικό Μποντζούκ (αριθ. 43/4.6.2002) της μειονοτικής τουρκόφωνης εφημερίδας της Κομοτηνής «Γκιουντέμ», όπου αναφέρεται σε μετάφραση κατά λέξη ότι «ο πραγματικός σκοπός των πανηγυριών είναι ο εορτασμός της κατάληψης της δυτικής Θράκης» (σ.σ. εννοείται από τους Οθωμανούς).
Στην ορεινή πομακική Ξάνθη, έχουν επιλεγεί πιο μοντέρνοι και διεισδυτικοί τρόποι για την μεταφορά και εξοικείωση των Πομάκων με τη σύγχρονη τουρκική κουλτούρα: φεστιβάλ με συναυλίες από τουρκικά ροκ συγκροτήματα ή νέους προβεβλημένους τούρκους καλλιτέχνες κλπ. Οι εκδηλώσεις αυτές (καθόλου αυθόρμητες και με αξιόλογη χρηματοδότηση), την τελευταία δεκαετία παρουσιάζουν μια επαναλαμβανόμενη σταθερότητα και εντάσσονται στο ευρύτερο πρόγραμμα εκτουρκισμού των Πομάκων και ιδίως των νέων.
Πολύ γρήγορα οι επικεφαλείς του πομακικού κινήματος κατανόησαν ότι οι εθνικοί συσχετισμοί δυνάμεων τοπικά και η ελληνική πολιτική στη Θράκη, όχι μόνο δεν θα βοηθούσαν το κίνημα αλλά αντίθετα με επιχειρήματα-προσχήματα που ευνοούσαν τον εκτουρκισμό των Πομάκων θα διευκόλυναν την αποδυνάμωσή του. Σύντομα οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναδείχθηκαν ως η μόνη διέξοδος όπου θα μπορούσαν να ζητήσουν την αναγνώριση στοιχειωδών πολιτισμικών δικαιωμάτων. Το 2001 ο πρόεδρος του ΚΠΕ Χαμδή Ομέρ, παρά τις πιέσεις και τις αντιδράσεις, φθάνει στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και θέτει σε μία σειρά συναντήσεων με έλληνες και ξένους ευρωβουλευτές για πρώτη φορά σε ένα διεθνές πεδίο το θέμα του εκτουρκισμού των Πομάκων και της άρνησης του ελληνικού κράτους να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητά τους. Οφείλουμε εδώ να σημειώσουμε τη μεγάλη υποστήριξη στο θέμα του πρώην ευρωβουλευτή κ. Γιάννη Μαρίνου, ο οποίος με πρωτοβουλία του προσκάλεσε το Δ.Σ. του ΚΠΕ στις Βρυξέλλες και στη συνέχεια τόσο ο ίδιος όσο και αργότερα ο ευρωβουλευτής κ. Σταύρος Ξαρχάκος, με ερωτήσεις τους έθεσαν με τον πλέον επίσημο τρόπο στο σώμα του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου (της Κομισιόν και του Συμβουλίου Υπουργών), το ζήτημα του εκτουρκισμού των Πομάκων. Στις 5.2.2002, σε μία ιστορική απάντηση η τότε αρμόδια για την Εκπαίδευση και τον Πολιτισμό στην Ε.Ε. επίτροπος κα Βίβιαν Ρέντινγκ απαντώντας σε ερώτηση του κ. Γιάννη Μαρίνου αναγνώρισε επίσημα την ύπαρξη των Πομάκων στην Ελλάδα και υπέδειξε ταυτόχρονα τρόπους για την χρηματοδότηση προγραμμάτων που αφορούν στη διδασκαλία των πομακικών. Η κα Ρέντινγκ ανέφερε μεταξύ άλλων «ο σεβασμός της πολιτιστικής και γλωσσικής ποικιλομορφίας είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πλέον έχει παγιωθεί στο άρθρο 21 του χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων [...] Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει οριστικά μεγέθη σχετικά με τον αριθμό των ομιλούντων τα πομακικά στην Ευρώπη [...] κάθε γλώσσα μπορεί να διδαχθεί στα σχολεία». Το πομακικό χάρη στις ενέργειες του ΚΠΕ, έχει ως ένα βαθμό γίνει γνωστό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και σύντομα θα τεθεί και σε άλλα διεθνή πεδία και εξειδικευμένους οργανισμούς.
Όμως οι πρωτοβουλίες αυτές δεν αρκούν από μόνες τους. Στη Θράκη υπάρχει μία πραγματικότητα την οποία είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε. Οι Πομάκοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία λειτουργούν κάτω από καθεστώς πίεσης, είναι εγκλωβισμένοι σε ποικιλόμορφες εξουσιαστικές σχέσεις και είναι δύσκολο στο δημόσιο λόγο τους να μεταφέρουν ή να ισχυριστούν ό,τι αναφέρουν στις ιδιωτικές τους συζητήσεις. Η κατοχύρωση συνθηκών ελεύθερης έκφρασης και ο εκδημοκρατισμός στο εσωτερικό όλων των μουσουλμανικών ομάδων, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια πολυεπίπεδη ανάπτυξη και είναι ευθύνη της πολιτείας και της κοινωνίας να συμβάλλουν σε αυτό. Διαφορετικά νομιμοποιούμε τα αποτελέσματα του πολιτισμικού αφανισμού και όταν οι ίδιοι οι Πομάκοι που βιώνουν βαθιά το σκηνικό κυρίαρχων/ υποταγμένων στην καθημερινή τους ζωή, φοβούνται να αναφέρουν το εθνώνυμό τους, τότε το ελληνικό πελατειακό σύστημα δικαιώνεται όταν ισχυρίζεται απολύτως υποκριτικά ότι «αφού οι ίδιοι δεν θέλουν να ονομάζονται Πομάκοι, εμείς δεν μπορούμε να τους ετεροπροσδιορίζουμε […] σεβόμαστε το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού…».
Το γεγονός ότι οι Πομάκοι είναι μία μη αναγνωρισμένη νομικά μειονότητα σε συνδυασμό με την πλημμυρίδα των τουρκικών πολιτισμικών προτύπων που τους κατέκλυσε τις μεταπολεμικές δεκαετίες, τη στιγμή που το ελληνικό κράτος και οι τοπικές κοινωνίες ή τους υποτιμούσαν ή ακόμα τους τοποθετούσαν λόγω θρησκείας στην «απέναντι» πλευρά, αναδεικνύουν με μεγαλύτερη ενάργεια και άλλες πτυχές μιας ζοφερής πραγματικότητας. Είναι ενδεικτικό ότι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μέχρι σήμερα ακόμη, ένα ποσοστό των πομακικών χωριών του νομού Ροδόπης (και εν μέρει της Ξάνθης) δεν έβλεπαν την πλειοψηφία των ελληνικών τηλεοπτικών καναλιών. Η τηλεοπτική τους ενημέρωση και ψυχαγωγία ήταν υπόθεση της τουρκικής τηλεόρασης (η οποία αρκετά χρόνια πριν από την ελληνική, εξέπεμπε δορυφορικά τα προγράμματά της). Οι Πομάκοι αναπόφευκτα γνώριζαν καλύτερα τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό της Τουρκίας από κείνα της Ελλάδας. Οι επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις κατοίκων διαφόρων πομακοχωριών να τοποθετηθούν τηλεοπτικοί αναμεταδότες στα ορεινά, επειδή ακριβώς δεν ήταν ενταγμένες στο πλαίσιο των συναλλαγών τουρκικού εθνικισμού και εγχώριου ελληνικού πελατειακού συστήματος, έπεφταν στο κενό. Είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές στο νομό Ροδόπης, όπου κάτοικοι με σπίτια μέσα σε χαράδρες (χωρίς τηλεοπτικό σήμα), ανέβαιναν στις κορυφές λόφων όπου υπήρχαν άλλα σπίτια γειτόνων τους με προνομιακή θέση, για να παρακολουθήσουν από κακής ποιότητας λήψεις, σπουδαία ή έκτακτα πολιτικά, κοινωνικά ή αθλητικά γεγονότα της Ελλάδας.
Οφείλουμε να επισημάνουμε εδώ ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι εξελίξεις στο χώρο αυτό δεν θα είχαν τα χαρακτηριστικά που έχουν σήμερα, αν η ιστορική συγκυρία δεν διαμορφωνόταν από τη δράση ειδικά ενός ανθρώπου. Πρόκειται για τον επιχειρηματία Πρόδρομο Εμφιετζόγλου, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με τις ιστορικές στιγμές της αφύπνισης της πομακικής συνείδησης και αναπόφευκτα δέχθηκε τον μεγαλύτερο όγκο των αντιδράσεων από την πλευρά των πολεμίων της πομακικής ταυτότητας, εντός και εκτός Ελλάδας. Επί μια δεκαετία, χάρη στο αδιάλειπτο προσωπικό του ενδιαφέρον και στη βαθιά σχέση που ανέπτυξε με την ορεινή Ροδόπη και τους ίδιους τους Πομάκους, στο φιλανθρωπικό και πολιτιστικό έργο που κινητοποιήθηκε εξαιτίας του, μπορούμε σήμερα να μιλάμε για τους Πομάκους μέσα από μια άλλη οπτική γωνία. Η γέφυρα του Εχίνου, η επιδιόρθωση των σπιτιών των δασκάλων στην ορεινή Ξάνθη, η υλικοτεχνική υποδομή σε πολλά ορεινά σχολεία, το ελληνοπομακικό και το πομακοελληνικό λεξικό, η γραμματική, το αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού, οι πρώτες συλλογές πομακικών τραγουδιών, η πρώτη πομακική εφημερίδα «Ζαγάλισα», η μεταφορά της πομακικής σε ζωντανές ραδιοφωνικές εκπομπές είναι ένα ελάχιστο μόνο δείγμα δράσεων που φέρουν τη σφραγίδα του μεγάλου φίλου των Πομάκων.
Σήμερα δεν είναι εύκολο να είσαι Πομάκος στη Θράκη. Είναι δύσκολο να το δηλώνεις δημόσια και ακόμα δυσκολότερο να διεκδικείς το δικαίωμα να αναγνωριστείς επίσημα ως τέτοιος. Αντίθετα, είναι ευκολότερο και πολιτικώς ορθότερο να επιλέξεις τον αυτοπροσδιορισμό Τούρκος, προκειμένου να εισέλθεις σε μία σφαίρα αναγνωρισμένων και σεβαστών από τους άλλους πολιτικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων. Η διαχείριση της ταυτότητας Πομάκος αποκτά πλέον πολιτική σημασία και εναπόκειται στη δύναμη του κάθε μέλους ξεχωριστά να τη διαχειριστεί με όρους ψυχολογικούς, συνειδησιακούς ή ακόμα ωφελιμιστικούς. Αντίθετα, στην ίδια την Τουρκία οι Πομάκοι πρόσφυγες από την Βουλγαρία , όχι μόνο διατηρούν τη γλώσσα και τα έθιμά τους (ανατολική Θράκη, Κωνσταντινούπολη, Προύσα, Σμύρνη κ.α.), αλλά φαίνεται ότι έχουν θέσει και το ζήτημα της διδασκαλίας της γλώσσας τους, ώστε όταν ο υπουργός Παιδείας της Τουρκίας Νετζντέτ Τεκίν, ανακοίνωνε μέτρα εναρμόνισης της Τουρκίας με τα δεδομένα της ευρωπαϊκής Ένωσης, να δηλώσει μεταξύ άλλων ότι «δεν θα στραφούμε εναντίον κανενός…όπως διδάσκονται τα αγγλικά…εάν υπάρξει αίτημα (διδασκαλίας) για τις γλώσσες που μιλιούνται στην Τουρκία, κουρδικά, τσερκέζικα, πομάκικα…είμαι έτοιμος να ικανοποιήσω το αίτημά τους…» (εφημ. Χουρριέτ, 9 Αυγ. 2002).
Πιο πρόσφατο παράδειγμα ποινικοποίησης του αυτοπροσδιορισμού Πομάκος αποτελεί ο κ. Μουζαφέρ Καπζά, ο οποίος συμμετείχε ως υποψήφιος ευρωβουλευτής στις εκλογές της 7ης Ιουνίου 2004 στο ευρωψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ. Ο κ. Μουζαφέρ υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΚΠΕ και ένας εκ των συντακτών του πομάκικου λεξικού. Η υποψηφιότητά του προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση των μηχανισμών χειραγώγησης των μουσουλμάνων και επαναλήφθηκε πλέον το γνωστό σκηνικό που στήνουν οι αντιδραστικοί κύκλοι κάθε φορά που νιώθουν ότι κινδυνεύουν να χάσουν τον έλεγχο των εξελίξεων: κατευθυνόμενες διαμαρτυρίες, πιέσεις στα κόμματα, αντιπομακικά άρθρα, παρεμβάσεις σε επίπεδο προσωπικό και απειλές. Έφθασαν μάλιστα σε σημείο να απαιτήσουν από τον κ. Καπζά Μουζαφέρ να υπογράψει δήλωση μετανοίας θυμίζοντάς μας άλλες εποχές της Ελλάδας, να αποκηρύξει την ταυτότητά του και να δηλώσει ότι είναι Τούρκος. Στόχος είναι ένας και μοναδικός. Να δώσουν ένα ισχυρό μήνυμα στους συνειδητοποιημένους Πομάκους και στα κόμματα ότι όσοι ανακινούν το πομακικό ζήτημα θα υποστούν κυρώσεις και τα κόμματα πολιτική πανωλεθρία μεταξύ των μειονοτικών ψηφοφόρων οι οποίοι στους δύο νομούς Ξάνθης και Ροδόπης, αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό του τοπικού εκλογικού σώματος.
Το επίσημο ιδεολόγημα που κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια στο μειονοτικό, επικαλείται την αυτονόητη ανάγκη ανάπτυξης του μουσουλμανικού πληθυσμού στο σύνολό του και την ισότιμη συμμετοχή στα αγαθά της παιδείας, στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου. Αυτό όμως που δεν είναι αυτονόητο και εκεί όπου υπάρχει τεράστιο έλλειμμα δημοκρατίας είναι τα ζητήματα που αφορούν στις ταυτότητες των μειονοτικών ομάδων και των ατόμων, και ιδίως εκείνων που παρά την αφομοιωτική πλημμυρίδα των δεκαετιών που παρήλθαν επιμένουν να αυτοαποκαλούνται Πομάκοι. Γι αυτούς η νέα πολιτική είναι το ίδιο παλιά, το ίδιο αφομοιωτική, όσο και στις ψυχροπολεμικές δεκαετίες. Πριν εμπλακούμε λοιπόν σε ατέρμονες και άγονες συζητήσεις για το απώτατο παρελθόν πρέπει πρώτα να ερμηνεύσουμε το παρόν, αφού κατά ένα παράδοξο τρόπο η γνώση μας για το σήμερα φαίνεται να είναι συχνά πολύ φτωχότερη από αυτήν για το χθες.
Είναι γνωστό ότι καμιά εθνική ή εθνοτική ταυτότητα δεν μένει αναλλοίωτη στο χρόνο. Στην περίπτωση των Πομάκων όμως δεν πρόκειται για μια φυσιολογική διαδικασία μετασχηματισμού του περιεχομένου μιας περιφερειακής πολιτισμικής ομάδας, η οποία ενσωματώνεται σε ευρύτερα κοινωνικά ή εθνικά σύνολα, αλλά αντίθετα, για το βίαιο αποτέλεσμα μιας θεσμικά και πολιτικά κατοχυρωμένης ρατσιστικής πρακτικής.
Εξαιτίας του παραπάνω σκηνικού συνέβη το εξής εκπληκτικό: να περιληφθεί μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους μια ομάδα που στις αρχές του 20ου αιώνα στη συλλογική της συνείδηση η λέξη Ελλάδα ήταν συνώνυμο της ελευθερίας και εν τέλει η ίδια η Ελλάδα (ως συντεταγμένη εξουσία και ως κοινωνία) κατάφερε, μέσα από μία σειρά στάσεων και πρακτικών, να τους καλλιεργήσει αρνητικά συναισθήματα και να διευκολύνει η ίδια την διαδικασία αφανισμού της.
Το ελληνικό κράτος, μέσα από παλαιοκομματικές λογικές και πελατειακές σχέσεις, είναι σήμερα δέσμιο ενός ιδιότυπου ρατσισμού και μιας προκλητικής πομακοφοβίας, που προσβάλλει την αξιοπρέπεια κάθε σκεπτόμενου πολίτη.
Πηγή