του Ανδρέα Πενταρά*
Όλοι οι μεγάλοι Ευρωπαίοι οραματιστές οι οποίοι πρώτοι συνέλαβαν την ιδέα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως ο Ζαν Μονέ, ο Σουμάν, ο Αντενάουερ, ο Σπάακ, ο Σπινέλλι και άλλοι, προκειμένου να προχωρήσουν στην υλοποίηση του οράματος μιας Ενωμένης Ευρώπης, εκείνο που πρώτα σκέφθηκαν να πράξουν, ήταν η δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, μέσα στο οποίο θα έκτιζαν το οικοδόμημα αυτό.
Γι αυτό, ο πρώτος οργανισμός τον οποίο οι Ευρωπαίοι ηγέτες έκτισαν στην Ευρώπη, αμέσως μετά το πόλεμο και συγκεκριμένα το 1948, ήταν η ΔυτικοευρωπαΪκή Ένωση (ΔΕΕ). Ένας καθαρά αμυντικός οργανισμός, ο οποίος στο άρθρο 5 του καταστατικού του προέβλεπε την αμοιβαία αρωγή των μελών της Ένωσης εναντίον εξωτερικής επίθεσης. Βέβαια, η τύχη του συλλογικού αυτού συστήματος ασφάλειας είναι λίγο πολύ γνωστή. Μετά την ίδρυση του ΝΑΤΟ το 1949 και την ανάληψη της ευθύνης της άμυνας της Ευρώπης από αυτό, η ΔΕΕ έπαιξε δευτερεύοντα ρόλο στην Ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια, περιοριζόμενη σε ειρηνευτικές αποστολές, μέχρι το 1999 οπότε οι αρμοδιότητές της απορροφήθηκαν από την ΕΕ.
Αλλά και αργότερα ακόμα, όταν ιδρύθηκε το 1952 ο πρόγονος της σημερινής ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Χάλυβα και Άνθρακα, μπορεί ο οργανισμός αυτός να φαινόταν σαν μια εμπορική και οικονομική ένωση, στη πραγματικότητα όμως εμπεριείχε την αμυντική διάσταση, αφού η από κοινού διαχείριση των πρώτων υλών (χάλυβα και άνθρακα), αναγκαίων για τη διεξαγωγή του πολέμου από τους πρώην αντιπάλους στην Ευρώπη, διασφάλιζε την αποφυγή του πολέμου, άρα την επικράτηση της ειρήνης.
Ακόμα και αργότερα, το 1957, όταν η Ένωση Χάλυβα και Άνθρακα μετατρέπεται σε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), ταυτόχρονα ιδρύεται και η Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα σε μια προσπάθεια των Ευρωπαίων ηγετών να δημιουργήσουν μια πιο στέρεη βάση ασφάλειας στην Ευρώπη πέραν εκείνης του ΝΑΤΟ. Η τύχη βέβαια και της προσπάθειας αυτής δεν ήταν η αναμενόμενη, αφού η Γαλλική εθνοσυνέλευση δεν επικύρωσε την ίδρυση του νέου οργανισμού, με το φόβο του επανεξοπλισμού της Γερμανίας.
Και φθάνουμε στο Μάαστριχτ το 1993, όπου η ΕΟΚ γίνεται ΕΕ και δημιουργείται ο δεύτερος πυλώνας, αυτός της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) με σκοπό τη δημιουργία συνθηκών ασφάλειας της ΕΕ και αργότερα και συνθηκών άμυνας. Στη δε συνθήκη της Λισαβόνας περιλαμβάνεται η ρήτρα αμοιβαίας αρωγής, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση που μια χώρα μέλος υποστεί εξωτερική επίθεση, οι άλλες χώρες μέλη οφείλουν να της παράσχουν βοήθεια με όλα τα εις τη διάθεσή τους μέσα, πάντοτε βέβαια μέσα στα πλαίσια του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ, που καθορίζει το δικαίωμα της αυτοάμυνας. Ένα δικαίωμα που για να ασκηθεί απαιτείται η ύπαρξη Ενόπλων Δυνάμεων από το κράτος.
Και ενώ βλέπουμε όλες αυτές τις διαχρονικές προσπάθειες των Ευρωπαίων ηγετών να δημιουργήσουν συνθήκες ενός ασφαλούς και ειρηνικού περιβάλλοντος στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, έτσι ώστε να μπορεί να στεριώσει και να αναπτυχθεί το οικοδόμημα μιας Ενωμένης Ευρώπης, όπου οι Ευρωπαίοι πολίτες απερίσπαστοι να ασχολούνται με τα ειρηνικά τους έργα για πρόοδο και ανάπτυξη, εμείς εδώ στη Κύπρο, εκείνο που πρώτα σκεφθήκαμε να κάνουμε, ήταν η δημιουργία συνθηκών ανασφάλειας για το ομόσπονδο κράτος που θα δημιουργήσουμε με τη λύση του Κυπριακού. Μια ανασφάλεια που θα προέλθει μέσα από τη συμφωνία του προέδρου Χριστόφια με τον απελθόντα ηγέτη της Τ/Κ κοινότητας Ταλάτ για πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου, χωρίς καν να συζητηθούν τα υπόλοιπα θέματα που συνιστούν το πλέγμα ασφάλειας της Κύπρου, όπως οι συνθήκες εγγυήσεων και συμμαχίας, η παραμονή ή όχι στρατιωτικών αποσπασμάτων Ελλάδας – Τουρκίας, οι Βρετανικές Βάσεις, ο ρόλος της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ κλπ. Και αγνοώντας φυσικά, ότι η πλήρης αποστρατιωτικοποίηση εξυπηρετεί πρώτιστα τα Τουρκικά συμφέροντα στο ζωτικό χώρο της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, ένας χώρος στον οποίο η Τουρκία θα αναπληρώσει το κενό ασφάλειας που θα υπάρξει και δευτερευόντως των Βρεττανών οι οποίοι μέσω των Βρετανικών βάσεων θα μονοπωλήσουν τη στρατηγική αξία της περιοχής στους Ευρωπαίους και Αμερικανούς συμμάχους τους.
Η προσεχής τριήμερη σύνοδος του Εθνικού Συμβουλίου είναι μια ευκαιρία για τους Κύπριους πολιτικούς ηγέτες που εξακολουθεί ακόμη η καρδιά τους να πάλλεται για το καλώς νούμενο συμφέρον του τόπου, να ανακινήσουν το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης και να ζητήσουν επιτακτικά από τον πρόεδρο Χριστόφια να αποσύρει την απαράδεκτη και εθνικά επιζήμια πρότασή του. Αλλοιώς είμαστε άξιοι της τύχης μας.
* υποστράτηγος ε.α.