Του Πρωτεσίλαου*
Μια ματιά μόνο στον χάρτη της ανατολικής Μεσογείου δείχνει την τεραστία γεωπολιτική θέση της Κύπρου και την μεγίστη στρατηγική της αξία. Με μια φράση η Κύπρος είναι ο «οφθαλμός» της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η Κύπρος είναι το «παράθυρο» από το οποίο «επι»βλέπει κάποιος την ευρύτερη αφρικανική και ασιατική περιοχή. Η Κύπρος είναι το «κλειδί» που κρατά κάποιος στα χέρια του για να ξεδιπλώσει την οικονομική και πολιτική παρουσία του στην περιοχή. Σε οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη οικονομική ή πολιτική κρίση ή σύγκρουση έχει αναδειχθεί περίτρανα ο ρόλος της αυτός.
Στην Κύπρο παρατηρείται στην πιο μεγάλη της ένταση η σύγκρουση για τον έλεγχο των γεωπολιτικών σφαιρών. Ο νοτιοανατολικός ευρωπαϊκός χώρος συνδέεται άρρηκτα γεωπολιτικά και στρατηγικά με τον ανατολικομεσογειακό χώρο. Οι ακρογωνιαίοι λίθοι επιτήρησης του χώρου αυτού σε επίπεδο συμβατικής αντιπαράθεσης είναι η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και η Κύπρος. Προστιθεμένης και της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, οι οποίες ελέγχουν την πρόσβαση στο Αιγαίο καθιστούν την χώρα μας χώρο υψίστης πολιτικής και στρατηγικής αξίας. Έτσι, η προσέγγιση του Κυπριακού προβλήματος με όρους υπεράσπισης τοπικών συμφερόντων έχει ήδη ανατραπεί από την εποχή της ανακίνησης του Κυπριακού προβλήματος. Η ψευδαίσθηση, ειρήσθω εν παρόδω, πολλών στην πατρίδα μας ότι στην Κύπρο συγκρούονταν το ελληνοκυπριακό με το τουρκοκυπριακό στοιχείο, αποτέλεσε ανομολόγητη κρατούσα αντίληψη της κυρίαρχης πολιτικής τάξης στην Ελλάδα, και οδήγησε πολλές φορές στην χίμαιρα, ότι η καλυτέρευση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων θα οδηγούσαν στην επίλυση του διεθνούς Κυπριακού Προβλήματος.
Εκφράζουμε εδώ την άποψη ότι η παλαιά ρήσις ότι ο Ελληνισμός αναπνέει με δύο πνεύμονες, ο Ελλαδικός με «δεξιό» πνεύμονα, έλαβε την πλήρη έκφρασή του στην Κύπρο, που αναπνέει, ας πούμε, με «αριστερό» πνεύμονα. Η αλήθεια είναι ότι η μεταπολεμική ελληνική ολιγαρχία είχε ταυτίσει τα όποια συμφέροντά της με την υπερατλαντική υπερδύναμη, συγκρουόμενη με την φιλοαγγλική ελληνική παλαιά αστική μερίδα. Η ψευδαίσθηση ότι η ελληνική ολιγαρχία, συμμετείχε μέσα από την ένταξή της σε διεθνείς αμυντικούς μηχανισμούς στην υπεράσπιση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, την οδήγησε στην υπαγωγή των συμφερόντων της, κατά την σύγκρουση Ανατολής-Δύσης, και στην απώλεια της δυνατότητάς της να διακρίνει ευθέως το εθνικό συμφέρον. Αυτό, χωρίς αντιλογία, μετατράπηκε αορίστως σε υπεράσπιση του δυτικού κόσμου, στον από βορρά κίνδυνο και στην αντιμετώπιση του «εσωτερικού κινδύνου».
Έχει προσδιορίσει και έχει επεξεργασθεί η κυβερνώσα ελίτ δόγμα υπεράσπισης των συμφερόντων της στο ανατολικο-μεσογειακό χώρο ή βαυκαλίζεται με την όποια οικονομική της παρουσία στην νοτιοανατολική Ευρώπη, αδυνατούσα να δει την Κύπρο ως Μητρόπολη του ακόμη υπάρχοντος ανατολικού Ελληνισμού και ως εφαλτήριο οικονομικής συνεργασίας με τα κράτη της περιοχής; Γίνεται σήμερα αποδεκτό, από οποιονδήποτε εχέφρονα Έλληνα, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί μόνη της, χωρίς την ενεργό σύμπραξη της Ελλάδος σε όλα τα επίπεδα, να αντιπαρατεθεί στα όποια τοπικά και διεθνή συγκρουόμενα συμφέροντα στην περιοχή;
Αν θέλει η Ελλάς να διαδραματίσει τον όποιο ρόλο στην περιοχή, οφείλει να έχει μέσω της Κυπριακής Δημοκρατίας έντονη παρουσία στον χώρο αυτόν. Η ανάδειξη μιας στρατηγικής για τον ανατολικό μεσογειακό χώρο, και όχι μόνο, αποτελεί πρώτιστο καθήκον του Ελληνισμού σήμερα. Η οικονομική συνεργασία και αλληλεξάρτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδος και αμφοτέρων με τις χώρες της περιοχής είναι εκ των ων ουκ άνευ ζήτημα για την αντιμετώπιση της περίκλεισης της Κυπριακής Δημοκρατίας από ανεπιθύμητες συνεργασίες σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Η επαναπροσέγγιση με τον αραβικό κόσμο, μια σταθερά των διεθνών σχέσεων της πατρίδας μας, που διαταράχθηκε την προηγούμενη περίοδο, σήμερα δε οι σχέσεις μας με αυτόν βρίσκονται στο πιο χαμηλό σημείο, αλλά και η αναζήτηση μιας ειλικρινούς συνεργασίας με το Ισραήλ, αφού αναζητηθούν τα αίτια παλινδρόμησης της πολιτικής του έναντι της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα οδηγήσει σε ανάδειξη –έστω σε περιφερειακό επίπεδο- των πλεονεκτημάτων που έχουμε ως χώρες.
Εσχάτως ο έλεγχος ενός τμήματος της ενδιάμεσης περιοχής επανέρχεται στο προσκήνιο με τον μανδύα προσέγγισης Ελλάδος-Τουρκίας. Η ελληνική ολιγαρχία, λόγω της ενεσκυψάσης οικονομικής κρίσης, αδυνατεί να επεκτείνει περισσότερο την αλληλεξάρτησή της με τις χώρες της νοτιανατολικής Ευρώπης. Βλέπει στην Τουρκία μια «αγορά», παραβλέποντας την επιθετικότητα της γείτονος. Παραθεωρεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, αποτελεί το έσχατο προπύργιο του Ελληνισμού της καθ΄ημάς Ανατολής. Βαυκαλίζεται από φράσεις «μηδενικά προβλήματα», που εμπεριέχουν την εκδήλωση των πιο επιθετικών βλέψεων έναντι της πατρίδος μας, και αρνείται να απαντήσει με αντίστοιχη φράση: «μηδενική ανοχή» στην κατοχή, στον εποικισμό, στον αναθεωρητισμό.
Ακόμα και σήμερα ακούγονται έξωθεν φωνές, και υπάρχουν δυνάμεις στο εσωτερικό που τείνουν ευήκοον ους σε αυτό, ότι το Κυπριακό Πρόβλημα είναι ένα ζήτημα, που θα το λύσουν οι δύο κοινότητες με την συμπαράσταση των «πατρίδων» χωρών. Εκφράζουν δηλαδή το πιο επιθετικό δόγμα των δυνάμεων εκείνων, που θέλουν να διαιωνίσουν την παρουσία τους στο Νησί, ολισθαίνοντας σε καθοδική αναγωγή του προβλήματος. Από διεθνές πρόβλημα -ζήτημα εισβολής και κατοχής και εποικισμού- σε τετραμερή ή πολυμερή διάσκεψη. Αυτό απενοχοποιεί και απαλλάσσει πλήρως τον εισβολέα, αποδυναμώνει τελείως κάθε επιχείρημά μας και ωθεί σε αναζήτηση λύσης εκτός πλαισίου της διεθνούς νομιμότητας. Δηλαδή στον ΟΗΕ. Μια έκφραση της πολιτικής αυτής τμημάτων των κυρίαρχων ελληνικών ελίτ, που συμπλέκονται εσχάτως με πολυποίκιλα οικονομικά συμφέροντα στον Μικρασιατικό χώρο, είναι ότι η Ελλάς απλώς συμπαρίσταται, κυριολεκτικώς παρακολουθεί τα τεκταινόμενα, στην Κυπριακή Δημοκρατία, μετατρεπόμενη έτσι εκουσίως με μαθηματική ακρίβεια σε «καμηλιέρη» της Τουρκίας στην ΕΕ.
Σήμερα συγκρούονται εμφανώς στην χώρα μας οι νεοφιλελεύθερες και οι «νεοσοσιαλφιλελεύθρες» σαλταδόρικες εθνομηδενιστικές ιδέες και απόψεις με τις φιλελεύθερες πατριωτικές και «παλαιοσοσιαλιστικές» δημοκρατικές αγωνιστικές και αντιστασιακές ιδέες και απόψεις. Η πρώτη, προσέγγιση εμφορείται από το πρότυπο της παγκοσμιοποίησης και της απομείωσης του ρόλου του εθνικού κράτους, χωρίς να προτείνει με πειστικό τρόπο ένα εναλλακτικό πρότυπο. Ακόμα και πολιτικές δυνάμεις που από θέση βρίσκονται στον αντίποδα του προτύπου της παγκοσμιοποίησης, προβάλλουν ιδέες και απόψεις που δεν αφίστανται του ως άνω προτύπου. Σε ποιαν οδό έχουν εκτρέψει ολόκληρο το πολιτικό και οικονομικό σύστημα οι νεοφιλελεύθερες και οι «νεοσοσιαλφιλελεύθρες» ιδέες και οι απόψεις, αρκεί και μόνο να δούμε μερικά μεγέθη της οικονομικής κατάστασης της χώρας, την κοινωνική και οικονομική της διαστρωμάτωση, την κοινωνική συνοχή και την πληθυσμιακή σύνθεσή της.
Στον αντίποδα βρίσκεται η φιλελεύθερη εν ευρεία εννοία δημοκρατική προσέγγιση, η οποία προβάλλει την Οικουμενικότητα, όπως άλλωστε απαιτεί το ελληνικό πρότυπο, την ισότιμη συμμετοχή στους διεθνείς οργανισμούς και προτείνει ένα ισχυρό οικονομικά και πολιτικά κράτος. Το κράτος όχι ως φιλανθρωπικό ίδρυμα ή σωματείον, ή ΜΚΟ, αλλά ως δια κανόνων ρυθμιστή και επόπτη των αλληλοσυγκρουομένων ατομικών και συλλογικών συμφερόντων. Η φιλελεύθερη δημοκρατική πατριωτική πολιτική τάξη, αλλά και όσοι Έλληνες εμφορούνται από την αριστερή πατριωτική σοσιαλιστική και σοσιαλδημοκρατική αντιστασιακή παράδοση του Ελληνικού λαού, αλλά και όσοι εμφορούνται από το φιλελεύθερο δημοκρατικό πατριωτικό αγωνιστικό πνεύμα του, που πλειοψηφεί, και διατρέχει οριζόντια όλο το κομματικοπολιτικό φάσμα, απεμπλεκομένη από τα δίκτυα της πανίσχυρης πολιτικοοικονομικής ολιγαρχίας, η οποία αναπαράγεται κατ΄ευθείαν, δίκην ενδιάμεσης δομής ανατολικού δεσποτικού κράτους, μέσα από την απορρόφηση κρατικών προσόδων και η οποία οδήγησε την τρίτη Ελληνική Δημοκρατία σε διεθνή ανυποληψία, οφείλει, συνεργαζόμενη αμέσως, να σχεδιάσει και να εφαρμόσει σχέδιο εξόδου της χώρας από την οικονομική και όχι μόνον κρίση, ώστε να την καταστήσει ισότιμο εταίρο σε συμμάχους και φίλους και περίφοβη στους εχθρούς της.
Η ως άνω διχοτομική ταξινόμηση των κυρίαρχων ελίτ στο ελληνικό πολιτικό σύστημα εκφράσθηκε με τον πιο έκδηλο τρόπο κατά το δημοψήφισμα του 2004. Όλη η παγκοσμιοποιημένη νεοφιλελεύθερη και η «νεοσοσιαλφιλελεύθερη» ολιγαρχική πολιτική τάξη, η οποία διατρέχει επίσης οριζόντια όλο το πολιτικοκομματικό φάσμα, φοβικής και αμυντικής πολιτικής κουλτούρας, που ελέγχει απόλυτα τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, μέσω επιχορηγούμενων δικτύων και ΜΚΟ, τάχθηκε απροκάλυπτα υπέρ του ΝΑΙ, προφασιζόμενη ότι αγνοεί ότι η τρίτη Ελληνική Δημοκρατία στηρίζεται στο αίμα των Ελληνοκυπρίων.
Είναι αυτές οι δυνάμεις που καταπνίγουν κάθε φιλελεύθερη δημοκρατική φωνή αντίστασης της δημοκρατικής πλειοψηφίας για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Είναι αυτοί οι οποίοι ελέγχουν νευραλγικούς τομείς του κρατικού μηχανισμού, και πρωτίστως τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, παραμερίζοντας ακόμα και τον φορέα της εξωτερικής πολιτικής, το ΥΠΕΞ, το οποίο φαντάζει στα μάτια τους ως «Υπουργείο Ελληνοτουρκικής Φιλίας», όπως εύστοχα και σκωπτικά το ονόμασε διακεκριμένος δικηγόρος. Είναι αυτές οι δυνάμεις, οι οποίες, παραβλέποντας τον ρόλο του κράτους στο οικονομικό γίγνεσθαι, πρωτίστως και μετά την διεθνή οικονομική κρίση, επιμένουν, μόνον εδώ, να αναμασούν θεωρήματα, τα οποία έχει εσχάτως εμπράκτως εγκαταλείψει και ο πιο σκληρός πυρήνας των θιασωτών της παγκοσμιοποίησης. Είναι αυτές οι δυνάμεις που επανέφεραν ως βάση συζητήσεως προς επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος, χάριν ανομολογήτων απροσδιορίστων «οφελημάτων», κινδυνολογώντας, όπως έπραξαν και το 2004, το κατάπτυστο και απορριφθέν από την πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων «σχέδιο Ανάν», νομίζοντας ότι έτσι θα πάρουν πίσω την «ρεβάνς».
Το 1997 και το 2004 είναι σταθμοί, μια αφετηρία για την σωτηρία του Ελληνισμού. Αφ’ ενός κατέρρευσε στα μάτια του απλού Έλληνα πολίτη το ιδεολόγημα της ελληνικής ολιγαρχίας, ότι μπορεί να εξημερωθεί η ασιατική επιθετικότητα δια της πολιτικής της προσέγγισης, δηλαδή με την καθοδική υπεράσπιση πλέον του μητροπολιτικού της χώρου και δια του ευρωπαϊκού εισιτηρίου στην γείτονα χώρα, και αφ’ετέρου απετράπη διά δημοψηφίσματος η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διατρανώθηκε δε urbi et orbi ότι η λύση του Κυπριακού Προβλήματος οφείλει να συμβαδίζει με το διεθνές δίκαιο στο πλαίσιο του Ο.Η.Ε. και με το ευρωπαϊκό κεκτημένο άνευ της παρεμβάσεως τρίτων δυνάμεων. Αυτό όμως δεν αρκεί.
Η επιχειρηματική μεσαία αστική τάξη, παρά την έντονα εξωστρεφή αντίληψή της, αφού έκπαλαι θεωρούσε τον περίγυρό της ότι οικονομικώς της ανήκει, αποδυναμωμένη και ευρισκομένη κάτω από την ηγεμονία στο οικονομικοπολιτικό σύστημα του τραπεζικού κεφαλαίου και των άλλων πολυποικίλλων οικονομικών τραστ, δεχόμενη και βιώνουσα έντονα την διεθνή οικονομική κρίση και τις στρεβλώσεις, που παρουσιάζει εν γένει το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σύστημα της χώρας, αδυνατεί να επεκτείνει την παρουσία της και στον ανατολικομεσογειακό χώρο. Και ενώ, στην προηγούμενη περίοδο, έδειξε μια αξιοσημείωτη παρουσία στην νοτιοανατολική Ευρώπη, συνεπικουρούμενη και επιχορηγούμενη γενναία από κρατικά επιχειρηματικά ιδρύματα και δημόσιους διοικητικούς φορείς, αντιθέτως δεν επέδειξε κανένα ενδιαφέρον για τον ανατολικομεσογειακό χώρο. Και όμως υφίστανται μια σειρά επιχειρήσεων, οι οποίες χωρίς την ελάχιστη βοήθεια του κρατικού μηχανισμού, ούτε καν αυτού του ΥΠΕΞ, έχουν έντονη παρουσία στην περιοχή. Λειτουργούν όμως χωρίς κεντρικό συντονισμό, με αποτέλεσμα η οικονομική αλληλεξάρτηση να μη γίνεται ορατή και έτσι δεν παράγονται ευρύτερες επιθυμητές συνεργασίες –πολιτικές και οικονομικές- που θα βοηθούσαν εν τη γενέσει να αποτρέψουν μη επιθυμητές συνέργειες άλλων δρώντων παραγόντων στην ευρύτερη περιοχή.
Στη διαλεύσασα πεντηκονταετία το ζήτημα της Κύπρου καθόρισε την ποιότητα της εθνική συνείδησης ενός εκάστου. Η στάση κάθε Έλληνα πολίτη και προ παντός όσων είχαν και έχουν την ευθύνη υπεράσπισης της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτέλεσε και αποτελεί το βαρόμετρο της εθνικής τους συνείδησης.
Ενισχύοντας η Μητροπολιτική Ελλάς την Κυπριακή Δημοκρατία, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο -με το πλεονέκτημα της συμμετοχής των δύο κρατών στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα:
-υπερασπίζεται την τελευταία ακρόπολη του Ελληνισμού στην Ανατολή.
-εκμηδενίζει τις προσπάθειες αμφισβήτησης του Μητροπολιτικού χώρου.
-επανέρχεται σε ένα χώρο, τον μεσανατολικό, που έχει εδώ και καιρό απολέσει, ελέγχοντας τους θαλασσίους δρόμους, καθισταμένη μεσογειακή δύναμις.
Αρκεί οι άρχουσες –πολιτικοκοινωνικές και πολιτικοοικονομικές- ελίτ να απολέσουν τα αμυντικά και εν πολλοίς φοβικά τους σύνδρομα.
(* Ανδρέας Θεοδωρίδης)