Για ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις το κόστος δανεισμού από τις αγορές ομολόγων ολοένα και αυξάνει. Από τα τέλη της περασμένης βδομάδας η διαφορά αποδόσεων των κρατικών ομολόγων της Ιρλανδίας και Πορτογαλίας έναντι των γερμανικών έχει πάρει ξανά την ανηφόρα και βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα από την εισαγωγή του ευρώ. Κι όμως μέχρι την περασμένη εβδομάδα, όπου εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια αδυναμίας της ιρλανδικής οικονομίας αλλά και της γενικότερης αστάθειας της ανάκαμψης του ιδιωτικού τομέα στην Ευρώπη, στις αγορές επικρατούσε ησυχία, το δε ευρώ είχε φτάσει κοντά σε υψηλά 5 μηνών έναντι του δολαρίου.
Εδώ και λίγες μέρες όμως οι κινήσεις στις αγορές θυμίζουν ότι οι ανησυχίες για στάση πληρωμών ενός κράτους μέλους της Ευρωζώνης δεν εξέλειψαν, κι αυτό παρά τα μεγάλα πακέτα διάσωσης που σχεδιάστηκαν για την Ελλάδα και τις άλλες κλυδωνιζόμενες οικονομίες της Ευρωζώνης. Σε πρόσφατο άρθρο τους στελέχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είχαν υποστηρίξει ότι η στάση πληρωμών των προηγμένων οικονομιών είναι «μη αναγκαία, μη επιθυμητή και μη πιθανή». Αλλά ένας εκ των οικονομολόγων που διαφοροποιείται από τις θέσεις αυτές 100%, ο Βίλεμ Μπούιτερ, επικεφαλής οικονομολόγος για θέματα ευρωπαϊκής οικονομίας της Citigroup, σε έκθεσή του απέρριψε τους ισχυρισμούς των στελεχών του ΔΝΤ με το αιτιολογικό ότι «βασίζονται σε κακή οικονομική σκέψη και απλοϊκή πολιτική οικονομία».
Ας δούμε το σκεπτικό του μέρες που είναι. Κατά τον Βίλεμ Μπούιτερ, καμιά κυβέρνηση δεν είναι πια απολύτως ασφαλής από τον κίνδυνο μιας στάσης πληρωμών, κι αυτό επειδή οι κυβερνήσεις δυσκολεύονται σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά να χαλιναγωγήσουν τα ελλείμματα. Αυτό με τη σειρά του συμβαίνει για τρεις λόγους:
Καταρχήν γιατί η ζήτηση για δημόσιες δαπάνες έχει αυξηθεί στις περισσότερες προηγμένες οικονομίας ταχύτερα από τις δυνατότητες των κρατών για φορολογία. Η αύξηση της φορολογίας, πέρα από το ότι προσκρούει στις αντιδράσεις του κόσμου, μπορεί να πλήξει τα κίνητρα για εργασία, εκπαίδευση, αποταμίευση και επενδύσεις.
Κατά δεύτερον, γιατί η πολιτική σε πολλές χώρες έχει αγγίξει σημεία υπερβολικής πόλωσης, κι αυτό δυσκολεύει τις αποφάσεις των κυβερνήσεων ως προς το ποιος θα σηκώσει το κόστος περικοπής των δημοσίων δαπανών. Εξαιρετικά παραδείγματα κοινωνιών υψηλής πόλωσης είναι η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Κατά τρίτον, επειδή έχει γίνει λιγότερο αποτελεσματικό το φορολογικό σύστημα. Η φοροαποφυγή και η φοροδιαφυγή έχουν αυξηθεί σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, όπως και τις ΗΠΑ μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως επίσης έχει ενισχυθεί και η παραοικονομία, εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης. Το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας λαμβάνει χώρα εκτός της επίσημης οικονομίας.
Δεν είναι λοιπόν ότι οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να πληρώσουν. Αλλά είναι ότι ίσως μερικές να μην θελήσουν να το κάνουν ή να μην είναι σε θέση να επιβάλλουν στους λαούς τους το οικονομικό κόστος που απαιτείται ώστε να διασφαλιστεί η αποπληρωμή των χρεών στο σύνολό τους και ο περιορισμός του συνολικού δημόσιου χρέους σε βιώσιμα επίπεδα.
«Η χώρα με τον υψηλότερο κίνδυνο στάσης πληρωμών αυτή τη στιγμή είναι κατά την άποψή μας η Ελλάδα, ακολουθούμενη σε μεγάλη απόσταση από μια μικρή ομάδα χωρών, που περιλαμβάνει την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, ακολουθούμενες επίσης σε μεγάλη απόσταση από την Ιταλία, το Βέλγιο, την Αυστρία, την Ιαπωνία και σε ορίζοντα άνω των 5 χρόνων από τις Ηνωμένες Πολιτείες», παρατηρεί η Τζάνετ Χένρυ, επικεφαλής οικονομολόγος των ευρωπαϊκών υποθέσεων στη HSBC του Λονδίνου.
Και καθώς η Ισπανία δεν αποτελεί λόγο άμεσης ανησυχίας – έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη βελτίωση στα φορολογικά έσοδα από τις τέσσερις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και την μεγαλύτερη περικοπή δημοσίου ελλείμματος – είναι οι μικρές οικονομίες της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας που αποτελούν εν τέλει την εστία των ανησυχιών.
Οι εξελίξεις αυτές μπορεί να και έχουν περιορίσει τις ανησυχίες σχετικά με το μέλλον του ευρώ που κυριαρχούσαν την άνοιξη. Αλλά υπάρχει και μια άλλη εξέλιξη που δοκιμάζει το ενιαίο νόμισμα: η προοπτική ενός νέου ακόμα μεγαλύτερου προγράμματος νομισματικής χαλάρωσης από την αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα, που φαίνεται ότι θα διοχετεύσει περαιτέρω ρευστότητα στην κλονισμένη αμερικανική οικονομία μέσω της αγοράς περισσότερων κρατικών ομολόγων.
Μια τέτοια εξέλιξη όμως προαναγγέλλει την περαιτέρω αποδυνάμωση του αμερικανικού δολαρίου, τάση που η Τράπεζα της Ιαπωνίας προσπαθεί ήδη να αντισταθμίσει παρεμβαίνοντας στην αγορά νομισμάτων και πιέζοντας προς τα κάτω το γεν. Και από τη στιγμή που η Τράπεζα της Αγγλίας δεν έχει επιφυλάξεις να ακολουθήσει το παράδειγμα της αμερικανικής FED, αυτό σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι η μόνη που δεν θα προχωρήσει σε ποσοτική χαλάρωση ανάμεσα στις χώρες / οντότητες κατόχους αποθεματικών νομισμάτων.
«Αυτή τη στιγμή το ευρώ μοιάζει να είναι το μοναδικό σκληρό νόμισμα του κόσμου», καταλήγει η κ. Χένρι.
Εδώ και λίγες μέρες όμως οι κινήσεις στις αγορές θυμίζουν ότι οι ανησυχίες για στάση πληρωμών ενός κράτους μέλους της Ευρωζώνης δεν εξέλειψαν, κι αυτό παρά τα μεγάλα πακέτα διάσωσης που σχεδιάστηκαν για την Ελλάδα και τις άλλες κλυδωνιζόμενες οικονομίες της Ευρωζώνης. Σε πρόσφατο άρθρο τους στελέχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είχαν υποστηρίξει ότι η στάση πληρωμών των προηγμένων οικονομιών είναι «μη αναγκαία, μη επιθυμητή και μη πιθανή». Αλλά ένας εκ των οικονομολόγων που διαφοροποιείται από τις θέσεις αυτές 100%, ο Βίλεμ Μπούιτερ, επικεφαλής οικονομολόγος για θέματα ευρωπαϊκής οικονομίας της Citigroup, σε έκθεσή του απέρριψε τους ισχυρισμούς των στελεχών του ΔΝΤ με το αιτιολογικό ότι «βασίζονται σε κακή οικονομική σκέψη και απλοϊκή πολιτική οικονομία».
Ας δούμε το σκεπτικό του μέρες που είναι. Κατά τον Βίλεμ Μπούιτερ, καμιά κυβέρνηση δεν είναι πια απολύτως ασφαλής από τον κίνδυνο μιας στάσης πληρωμών, κι αυτό επειδή οι κυβερνήσεις δυσκολεύονται σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά να χαλιναγωγήσουν τα ελλείμματα. Αυτό με τη σειρά του συμβαίνει για τρεις λόγους:
Καταρχήν γιατί η ζήτηση για δημόσιες δαπάνες έχει αυξηθεί στις περισσότερες προηγμένες οικονομίας ταχύτερα από τις δυνατότητες των κρατών για φορολογία. Η αύξηση της φορολογίας, πέρα από το ότι προσκρούει στις αντιδράσεις του κόσμου, μπορεί να πλήξει τα κίνητρα για εργασία, εκπαίδευση, αποταμίευση και επενδύσεις.
Κατά δεύτερον, γιατί η πολιτική σε πολλές χώρες έχει αγγίξει σημεία υπερβολικής πόλωσης, κι αυτό δυσκολεύει τις αποφάσεις των κυβερνήσεων ως προς το ποιος θα σηκώσει το κόστος περικοπής των δημοσίων δαπανών. Εξαιρετικά παραδείγματα κοινωνιών υψηλής πόλωσης είναι η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Κατά τρίτον, επειδή έχει γίνει λιγότερο αποτελεσματικό το φορολογικό σύστημα. Η φοροαποφυγή και η φοροδιαφυγή έχουν αυξηθεί σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, όπως και τις ΗΠΑ μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως επίσης έχει ενισχυθεί και η παραοικονομία, εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης. Το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας λαμβάνει χώρα εκτός της επίσημης οικονομίας.
Δεν είναι λοιπόν ότι οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να πληρώσουν. Αλλά είναι ότι ίσως μερικές να μην θελήσουν να το κάνουν ή να μην είναι σε θέση να επιβάλλουν στους λαούς τους το οικονομικό κόστος που απαιτείται ώστε να διασφαλιστεί η αποπληρωμή των χρεών στο σύνολό τους και ο περιορισμός του συνολικού δημόσιου χρέους σε βιώσιμα επίπεδα.
«Η χώρα με τον υψηλότερο κίνδυνο στάσης πληρωμών αυτή τη στιγμή είναι κατά την άποψή μας η Ελλάδα, ακολουθούμενη σε μεγάλη απόσταση από μια μικρή ομάδα χωρών, που περιλαμβάνει την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, ακολουθούμενες επίσης σε μεγάλη απόσταση από την Ιταλία, το Βέλγιο, την Αυστρία, την Ιαπωνία και σε ορίζοντα άνω των 5 χρόνων από τις Ηνωμένες Πολιτείες», παρατηρεί η Τζάνετ Χένρυ, επικεφαλής οικονομολόγος των ευρωπαϊκών υποθέσεων στη HSBC του Λονδίνου.
Και καθώς η Ισπανία δεν αποτελεί λόγο άμεσης ανησυχίας – έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη βελτίωση στα φορολογικά έσοδα από τις τέσσερις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και την μεγαλύτερη περικοπή δημοσίου ελλείμματος – είναι οι μικρές οικονομίες της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας που αποτελούν εν τέλει την εστία των ανησυχιών.
Οι εξελίξεις αυτές μπορεί να και έχουν περιορίσει τις ανησυχίες σχετικά με το μέλλον του ευρώ που κυριαρχούσαν την άνοιξη. Αλλά υπάρχει και μια άλλη εξέλιξη που δοκιμάζει το ενιαίο νόμισμα: η προοπτική ενός νέου ακόμα μεγαλύτερου προγράμματος νομισματικής χαλάρωσης από την αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα, που φαίνεται ότι θα διοχετεύσει περαιτέρω ρευστότητα στην κλονισμένη αμερικανική οικονομία μέσω της αγοράς περισσότερων κρατικών ομολόγων.
Μια τέτοια εξέλιξη όμως προαναγγέλλει την περαιτέρω αποδυνάμωση του αμερικανικού δολαρίου, τάση που η Τράπεζα της Ιαπωνίας προσπαθεί ήδη να αντισταθμίσει παρεμβαίνοντας στην αγορά νομισμάτων και πιέζοντας προς τα κάτω το γεν. Και από τη στιγμή που η Τράπεζα της Αγγλίας δεν έχει επιφυλάξεις να ακολουθήσει το παράδειγμα της αμερικανικής FED, αυτό σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι η μόνη που δεν θα προχωρήσει σε ποσοτική χαλάρωση ανάμεσα στις χώρες / οντότητες κατόχους αποθεματικών νομισμάτων.
«Αυτή τη στιγμή το ευρώ μοιάζει να είναι το μοναδικό σκληρό νόμισμα του κόσμου», καταλήγει η κ. Χένρι.