Με μία ακόμη επέτειο να συμβαίνει, επί 37 συναπτά έτη από τα γεγονότα της Κύπρου την οποία θα «εορτάσουμε» σε λίγες ημέρες και η οποία κρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη συνενοχής και ευθύνης, πάνω από τα κεφάλια όλων και προπάντων των ανευθυνο-υπεύθυνων της μεταπολιτευτικής (και όχι μόνον) καταστάσεως και εντεύθεν αλλά και των πολιτών αυτής της χώρας της φαιδράς πορτοκαλέας, περί του ζητήματος του Κυπριακού και της υποβόσκουσας συγκάλυψης των πραγματικών γεγονότων επί δεκαετίες, καθώς και της αποκάλυψης επιτέλους των πραγματικών υπευθύνων της τραγωδίας της Κύπρου, μίας τραγωδίας δίχως από μηχανής θεούς και κάθαρση, έρχεται να αναταράξει τα λιμνάζοντα ως είθισται νερά του οτιδήποτε σημαντικού το οποίο χρειάζεται διερεύνηση σε αυτόν τον τόπο, το βιβλίο-έρευνα (γραμμένο στο πολυτονικό σύστημα μάλιστα, ως μία ακόμη ουσιαστική μορφή αντίστασης στην «νέα γλώσσα» που κάποιοι προσπαθούν με σχέδια δεκαετιών να επιβάλλουν στον ελληνικό λαό), μα και κατάθεση ψυχής του Κώστα Δημητριάδη με τίτλο «1974 Κύπρος: Η μεγάλη προδοσία» από τις εκδόσεις «Πελασγός» του Γιάννη Γιαννάκενα, τους οποίους εδώ θα πρέπει να ευχαριστήσω δημοσίως αμφοτέρους, τόσο για την παραχώρηση τούτης της συνέντευξης όσο και του χρόνου τους, χάριν μνημοσύνου πεσόντων αλλά και επιβιωσάντων εις έναν ακόμη «άγνωστο πόλεμο» για το νεοελληνικό κράτος. Το παρόν πόνημα δείχνει διατεθειμένο να πει τα πράγματα έξω από τα δόντια επιτέλους, προβαίνοντας στην αποκαθήλωση «θεών» και «δαιμόνων», ας περάσουμε το λοιπόν εις το βάθος του κήπου, μέσω κάποιων εκ των ερωτήσεων που ζητούν απάντηση επί τόσες δεκαετίες για το τις πραγματικά πταίει, διότι πέραν των αγνοουμένων-αγνοηθέντων στην ουσία, των βετεράνων που πετάχτηκαν απαξιωμένοι να πεθάνουν σε μία γωνία, του απλού κόσμου που έχασε τις περιουσίες του, αλλά και τους δικούς του ανθρώπους, η ιστορία αναμένει πραγματικές απαντήσεις περί του θέματος χωρίς υπεκφυγές, πολιτικές σκοπιμότητες και αγιοποιήσεις.
κ. Δημητριάδη, δύο λόγια για σας καθώς και για το τί σας ώθησε στην συγγραφή αυτού του βιβλίου.
Αγαπητέ κ. Χατζηγεωργιάδη, πρώτα από όλα σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε να φιλοξενήσετε στην εφημερίδα σας, αυτή την συνέντευξή μου που αφορά το βιβλίο μου «Κύπρος 1974: Η μεγάλη προδοσία». Προσωπικά δεν έχω καμμία σχέση με τα γεγονότα λόγω ηλικίας, αλλά ούτε και κάποιο ιδιαίτερο δεσμό με το νησί. Απλά είμαι Έλληνας και σαν Έλληνας με ενδιέφερε πάντα ότι έχει σχέση με την Ιστορία μας και ιδιαίτερα με ότι παραμένει θολό και γκρίζο.
Για να έλθουμε στο θέμα της συγγραφής της έρευνας μου με θέμα την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, όπως αναφέρω στο βιβλίο μου μεγάλο ρόλο έπαιξαν δύο παράγοντες: πρώτον η στάση του πατέρα μου κατά την ημέρα της Επιστράτευσης, όπου τον είδα με τα μάτια μου να διαπληκτίζεται με τον διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος της περιοχής μας, όταν ο δεύτερος του είπε ότι δεν επιστρατεύεται διότι είχε λευκό απολυτήριο και τον είδα περίλυπο να κλαίει μετά στο σπίτι μας για αυτό. Φανταστείτε εμένα σε μια ηλικία 11 χρονών, να βλέπω τον πατέρα μου τον οποίο είχα σαν ίνδαλμα μου - 37 χρονών ήταν τότε - να κλαίει επειδή δεν τον επιστράτευαν!
Ο δεύτερος λόγος ήταν όταν ξεκινώντας την επαγγελματική μου σταδιοδρομία σαν εμπορικός αντιπρόσωπος το 1984, ταξίδευα συχνά σε ετήσια βάση στην Κύπρο και τύγχανε με τους Κύπριους συνεργάτες μου να συζητούμε σε στιγμές χαλαρότητας - κύρια στο παραδοσιακά πλούσιο βραδινό τραπέζωμα - τα γεγονότα εκείνων των ημερών. Διαπίστωσα με έκπληξή μου ότι αν στο τραπέζι ευρίσκονταν τρεις Κύπριοι φίλοι, για το ίδιο γεγονός άκουγα τρεις διαφορετικές εκδοχές. Και όχι μόνο αυτό. Συχνά πυκνά η συζήτηση κατέληγε σε καυγά! Άντε τώρα εσύ να καταλάβεις τι είχε γίνει τότε...
Έτσι αποφάσισα να παραμερίσω τις «κραυγές» και να αναζητήσω μόνος μου την αλήθεια! Άρχισα λοιπόν να διαβάζω την όχι τόσο πλούσια τότε, βιβλιογραφία που είχε γραφεί για τα γεγονότα, κύρια από δημοσιογράφους επηρεασμένους από το κλίμα ευφορίας της Μεταπολίτευσης. Καθώς τα χρόνια περνούσαν αυτή η βιβλιογραφία εμπλουτίστηκε από βιβλία ερευνητών και πρωταγωνιστών των γεγονότων του «μαύρου» καλοκαιριού του 1974. Έτσι σιγά-σιγά έφτασα να έχω μελετήσει περίπου 80 βιβλία, πορίσματα ανακριτικών επιτροπών, πορίσματα στρατιωτικών αρχών, χάρτες μαχών κ.λπ., τα οποία μου έδωσαν εν κατακλείδι ανάγλυφη την εικόνα του τι πραγματικά έγινε τότε.
Τί το καινούριο θεωρείτε πως έχει να προσφέρει στην βιβλιογραφία περί του Κυπριακού ζητήματος το παρόν πόνημα.
Όπως σας ανέφερα πριν, τα περίπου 80 βιβλία που έχουν γραφεί για τα γεγονότα του 1974 σε μεγάλο βαθμό αποφεύγουν τα «ονόματα» των υπευθύνων. Αποφεύγουν δηλαδή να καταλογίσουν έστω υποκειμενικά, το «ποίος έφταιξε» για το τι έγινε τότε. Πολλοί συγγραφείς δεν αποφεύγουν να εμπλέξουν τις προσωπικές τους πολιτικές πεποιθήσεις στην συγγραφή των συμπερασμάτων τους, έτσι ώστε είτε από την μία πλευρά είτε από την άλλη - και αναφέρομαι στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές του Κυπριακού Ελληνισμού - να παραλείπονται ή να αποσιωπούνται πράξεις και ενέργειες που εκθέτουν πρόσωπα και πολιτικές παρατάξεις. Τυγχάνει να υπάρχουν βιβλία που να καταφέρονται φανερά κατά των στρατιωτικών του καθεστώτος των Αθηνών, αλλά να μην μπαίνουν στον κόπο να ψάξουν - ή καλύτερα να αναφέρουν - τις ευθύνες της ανατραπείσας κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Επίσης ελάχιστα βιβλία αναφέρονται στις ευθύνες της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, του πρώτου μεταπολιτευτικού σχήματος δηλαδή, οι οποίες και υπήρξαν και φαίνονται πιο ξεκάθαρα σήμερα με την ευχέρεια που μας δίνουν πλέον τα 37 χρόνια που πέρασαν από τότε. Τέλος κάποια βιβλία περνούν «εξ απαλών ονύχων» τα λάθη (ακούσια ή εκούσια) της ηγεσίας των Επιτελείων στην Αθήνα και την Λευκωσία.
Οι αλήθειες όμως σε όλα αυτά τα βιβλία υπάρχουν! Δεν αναφέρονται στα συμπεράσματα, αλλά υπάρχουν. Αρκεί κάποιος να έχει την θέληση και υπομονή να διαβάσει όλη την βιβλιογραφία, να βάλει κάτω τον Χάρτη της Κύπρου, να κρατήσει σημειώσεις με ημερομηνίες και κινήσεις πάνω σε αυτόν, να διασταυρώσει πληροφορίες με βετεράνους και στην Ελλάδα, αλλά και στην Κύπρο και να βρεθεί μπροστά στην ζοφερή πραγματικότητα.
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν εξαιρετικοί ιστορικοί ερευνητές που προσέθεσαν πολλά κομμάτια στην εικόνα του πάζλ εκείνης της εποχής. Αυτό νομίζω ότι προσπάθησα να επιτύχω και εγώ με το βιβλίο μου. Για εμένα κ. Χατζηγεωργιάδη δεν υπάρχουν «ιερές αγελάδες» της πολιτικής ή της στρατιωτικής ηγεσίας. Όπου αντελήφθην ευθύνες τις ονομάτισα. Και ας δημιούργησα εχθρούς από όλες τις πλευρές, ακόμα και στον κοινωνικό μου περίγυρο, είτε στην Ελλάδα, είτε στην Κύπρο.
Ανικανότητα ηγεσίας με λάθος εκτιμήσεις, έλλειψη οργάνωσης και ολοκληρωμένου σχεδιασμού, ιδιοτέλεια ή απλώς προδοσία;
Η λέξη «προδοσία» είναι πολύ βαριά για να την εκστομίζει κάποιος έτσι ελαφρά τη καρδία. Για να κατηγορήσεις κάποιον ότι πρόδωσε, πρώτον πρέπει να περιγράψεις τον τύπο της προδοτικής πράξης του και δεύτερον να την περιγράψεις. Δεν έχει κανείς το δικαίωμα να σπιλώνει υπολήψεις και πρόσωπα, που είτε είναι ακόμα στην ζωή, είτε έχουν πεθάνει, όταν δεν καλύπτει τις δύο παραπάνω παραμέτρους.
Εγώ ξεκαθάρισα από την αρχή του κεφαλαίου των συμπερασμάτων μου ότι για μένα προδοσία δεν είναι μόνο να φοράει κάποιος μια κουκούλα και να καταδίδει πατριώτες στον εχθρό, ούτε να παραδίδει στον εχθρό στρατιωτικά μυστικά της πατρίδας του. Προδοσία είναι να προχωρεί σε πράξεις και ενέργειες που γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δύνανται να επιφέρουν βλάβη στην πατρίδα του και εν τούτοις να τις πράττει χωρίς ενδοιασμό! Και ακόμα χειρότερα όταν αντιλαμβάνεται το τραγικό αποτέλεσμα των ενεργειών του, να μην κάνει τίποτα να περιορίσει το κακό, ούτε να ζητάει την λύτρωση με το να ζητήσει έστω μία συγγνώμη! Υπό αυτό το πρίσμα εκθέτω την δική μου εκδοχή για αυτούς που συνετέλεσαν στην προδοσία της Κύπρου το 1974.
Παραδείγματος χάριν, ο Μακάριος ουδέποτε ζήτησε συγγνώμη που με δικές του ενέργειες αποδυνάμωσε όχι μόνο το λεγόμενο Ενιαίο Εθνικό Μέτωπο, αλλά και την αποτρεπτική ικανότητα της Εθνικής Φρουράς, διατηρώντας και τον εξοπλισμό και την αριθμητική της οροφή σε αξιολύπητα επίπεδα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εθνική Φρουρά της πλειοψηφίας του 80% του πληθυσμού, είχε υπό τα όπλα λιγότερους άνδρες από ότι η μειοψηφία του 18% τον Ιούλιο του 1974. Για τον οπλισμό άλλη θλιβερή ιστορία. Ελλείψεις μέχρι και 65% σε κρίσιμο πολεμικό υλικό, ενώ οι «πραιτωριανοί» του, το Εφεδρικό Σώμα ήταν πάνοπλοι σαν αστακοί!
Από την άλλη ο Ιωαννίδης ουδέποτε ζήτησε συγγνώμη για το αφελές πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου στο οποίο τον παρέσυραν οι Αμερικάνοι διά του Κίσινγκερ και των ανθρώπων του στην Ελλάδα. Θα απαιτούσα όταν αντελήφθη την παγίδα την οποίαν του έστησαν ή να αντιδράσει στρατιωτικά ή να βάλει το υπηρεσιακό του πιστόλι στον κρόταφο του και να ζητήσει συγγνώμη από την πατρίδα διά της αυτοχειρίας του! Τίποτα από τα δύο δεν έπραξε.
Για τους πολιτικούς της Μεταπολίτευσης δεν θα πω σχεδόν τίποτα. Τα λέω όλα και ξεκάθαρα στο βιβλίο μου. Και μόνο το γεγονός ότι επί 37 χρόνια κρατούν καταχωνιασμένο στα υπόγεια της Βουλής των Ελλήνων τον λεγόμενο «Φάκελο της Κύπρου» χωρίς καμιά διάθεση να τον ανοίξουν, τα λέει όλα!
Συμπερασματικά και εκ του αποτελέσματος, τις τελικά πταίει για το Κυπριακό, βρισκόμαστε μπροστά για ακόμα μια φορά σε μια σειρά από ανευθυνο-υπεύθυνους και επιμερισμό των ευθυνών, υπάρχει εμφανής ή υποβόσκουσα διασύνδεση των καθεστώτων προ και μετά της εισβολής σε Αθήνα και Κύπρο και ποιός ο ρόλος του ξένου παράγοντα;
Κατ’ εμέ κ. Χατζηγεωργιάδη, το ντόμινο της προδοσίας παίχτηκε ως εξής. Οι Αμερικάνοι ήθελαν να ξεφορτωθούν τον Μακάριο, διότι αλληθώριζε είτε προς τους Αδέσμευτους, είτε προς την Μόσχα και αυτό τους δημιουργούσε προβλήματα ως προς την προστασία του Ισραήλ και των σχεδιασμών τους στην ευαίσθητη νοτιανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ήταν εξαιρετικά ευφυής και αντιλαμβανόταν το πρόβλημα που θα δημιουργούσε στην Ελλάδα και την Κύπρο μια απόπειρα ανατροπής του Μακαρίου. Τήρησε λοιπόν μια απόσταση ασφαλείας από τις επιδιώξεις των Αμερικανών.
Όταν πλέον έγινε ξεκάθαρο ότι δεν μπορούσαν να υπολογίζουν σε αυτόν, με αφορμή την μη παραχώρηση στρατιωτικών διευκολύνσεων στους Αμερικάνους κατά τον Πόλεμο του Γιόμ Κιπούρ μεταξύ Ισραήλ και Αράβων τον Οκτώβριο του 1973, αποφάσισαν να τον ανατρέψουν, παίρνοντας σαν αφορμή την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973. Έβαλαν στην εξουσία τον πιστό τους, αφελή εθνικιστή (επικίνδυνο μίγμα) Ταξίαρχο Ιωαννίδη, τον πλαισίωσαν και με έναν αμερικανοτραφή Πρωθυπουργό που είχαν έτοιμο, τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, και από εκείνη την στιγμή έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο τους και μπήκαν στην διαδικασία της δημιουργίας τριβών με τον αρχομανή Μακάριο.
Ο Αμερικανοεβραίος Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ τότε, έπαιξε με τα αδύνατα σημεία που είχαν τα δύο πιόνια στην σκακιέρα. Την αφέλεια και τον Εθνικισμό του Ιωαννίδη και από την άλλη τον εγωισμό και την αρχομανία του Μακαρίου. Ο Ιωαννίδης έμπλεξε στην πραγματοποίηση του Πραξικοπήματος και ο Μακάριος ζήτησε από τους Τούρκους να εισβάλλουν στην Κύπρο. Η έλευση των πολιτικών έριξε την ταφόπλακα σε αυτό που λέμε «Όνειρο για την Ένωση» με τους ατιμωτικούς για την Ελλάδα χειρισμούς τους, στην περίοδο μεταξύ «Αττίλα 1» και «Αττίλα 2» και μεταγενέστερα!
Γιατί, κατά την προσωπική σας εκτίμηση πάντοτε, δεν άνοιξε ποτέ από μεταπολιτεύσεως και εντεύθεν ο περίφημος «Φάκελος της Κύπρου» και ποιές οι πληροφορίες για το θέμα των αγνοουμένων, επίσης ποιά η τύχη των πολεμιστών οι οποίοι επέζησαν των μαχών και πως αντιμετωπίσθηκαν από το νεοελληνικό κράτος.
Πιστεύω ότι φαίνονται ξεκάθαρα οι ευθύνες των πολιτικών της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και οι διαβουλεύσεις τους με το Επιτελείο του Ιωαννίδη που τους κάλεσε. Αυτό είναι κάτι που καταρρίπτει τον μύθο της Μεταπολίτευσης πάνω στο οποίο χτίστηκε το Κράτος μετά το 1974. Αν γνωστοποιηθεί ο Φάκελος της Κύπρου θα φανεί ποιοι αξιωματικοί δεν τίμησαν την στολή τους και θα πρέπει να κληθούν να λογοδοτήσουν! Τότε αν αυτοί αναγκαστούν να μιλήσουν, θα πουν για τις ανίερες συμφωνίες της εποχής, μεταξύ αξιωματικών των Επιτελείων, Αμερικανών και πολιτικών της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Πολλοί μύθοι θα καταρρεύσουν και πολλά μάτια θα μείνουν ξάγρυπνα για πολύ καιρό φοβούμενα την έλευση της Νέμεσης!
Σε ότι αφορά τους αγνοούμενους - εγώ θα συνεχίσω να τους λέω «αγνοηθέντες» - έχει γίνει πλέον γνωστό και από μαρτυρίες και από απόρρητα έγγραφα της κυπριακής ΚΥΠ, ότι μέχρι τουλάχιστον το 1984 γνωρίζαμε ότι ζούσαν αρκετοί από αυτούς και Ελλαδίτες και Κύπριοι, και ότι οι Τούρκοι τους είχαν μεταφέρει στην λίμνη Βαν και αλλού. Τι κάναμε για όλους αυτούς; Κροκοδείλια δάκρυα και κινήσεις τέτοιες ώστε να μην εμφανιστούν αυτές οι πληροφορίες για να μην εκτεθεί η Τουρκία, που παράνομα κρατεί αδήλωτους αιχμαλώτους πολέμου για τουλάχιστον 10 χρόνια μετά την εισβολή. Και όλα αυτά στα πλαίσια του ραγιαδισμού που διακατέχει τις πολιτικές μας ηγεσίες της Μεταπολίτευσης και της κακώς εννοούμενης ελληνοτουρκικής φιλίας!
Όσο για τους πολεμιστές της πρώτης γραμμής που γύρισαν με ένα τεράστιο τραύμα στην ψυχή τους, οι ηγεσίες των Υπουργείων Εθνικής Άμυνας αγνόησαν και αυτούς και τον αγώνα τους μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘90. δεν θα αναφερθώ για το γεγονός ότι με τον επαναπατρισμό τους αμέσως μετά τα γεγονότα, με ακόμα τα ξεραμένα αίματα στις σχισμένες στολές τους, υπέστησαν τον εξευτελιστικό έλεγχο των τελωνειακών αρχών του «άκαπνου» νεοελληνικού κράτους! Ήταν χαρακτηριστικό ότι τους είχαν στιγματίσει με τον χαρακτηρισμό «χουντικοί» που στην αντιδικτατορική μανία ακόμα και των κυβερνήσεων της λεγόμενης Δεξιάς, έφτασαν να εκδιωχθούν κυριολεκτικά με τις κλωτσιές από το γραφείο του Ευάγγελου Αβέρωφ. Το 1998, ο Υπουργός τότε Τσοχατζόπουλος, στα πλαίσια του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος και υπό την πίεση των βετεράνων και του ορισμένων λειτουργών του Τύπου στην Κύπρο προχώρησε στην αναγνώριση κατά κάποιο τρόπο της υπηρεσίας που προσέφεραν το 1974 και αργότερα πριν 4-5 χρόνια ο έτερος Υπουργός Λαμπρόπουλος διεύρυνε τα δικαιώματα τους που απέρρεαν από αυτήν την Υπηρεσία τους (π.χ. νοσηλεία σε στρατιωτικά νοσοκομεία). Πέραν τούτων ουδέν!
Πολλά τα σχέδια επισημοποίησης της εισβολής του ‘74 έκτοτε (σχέδια Ανάν, αναφορές στην διζωνική ομοσπονδία, ένταξη στην Ε.Ε. μόνο του ελεύθερου κομματιού του νησιού), ποιά η άποψη σας σχετικά με το εγγύς και απώτερο μέλλον για το όλο ζήτημα;
Τα πράγματα δεν διαγράφονται καλά για την Κύπρο, αλλά και για τον Ελληνισμό γενικότερα. Κατά κακή συγκυρία στις ηγεσίες των δύο Κρατών σήμερα ευρίσκονται δύο φωτεινά παραδείγματα «ραγιαδισμού» και «υποτέλειας». Από την μία πλευρά ο κ. Χριστόφιας, από δε την άλλη ο κ. Παπανδρέου. Δύο υπέρμαχοι της ελληνοτουρκικής φιλίας χωρίς ανταλλάγματα.
Ο κ. Χριστόφιας στην Κύπρο, προφανώς πιστεύοντας ότι μπορεί με υποχωρήσεις άνευ ανταλλαγμάτων να «λύσει» το Κυπριακό, έχει επιδοθεί σε ενέργειες που διαλύουν τον εθνικό ιστό, παγιώνουν και νομιμοποιούν τα τετελεσμένα των 37 χρόνων και δημιουργεί ένα κράτος Νεοκυπρίων που καμμία σχέση δεν έχει με αυτό το οποίο οραματίστηκαν και για το οποίο θυσιάστηκαν οι Ήρωες Αγωνιστές της ΕΟΚΑ του 1955-59 και της Εθνικής Φρουράς του 1974.
Από την άλλη έχουμε έναν Γεώργιο Παπανδρέου τον νεώτερο, που ακροβατεί μεταξύ ενδοτισμού και ανοησίας. Πιστεύει ότι με την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, θα καμφθεί η δεύτερη και θα συνεισφέρει στην προσπάθεια για βιώσιμη και δίκαια λύση του προβλήματος. Απεμπολώντας εθνική κυριαρχία πιστεύει (στην καλύτερη περίπτωση πιστεύει) ότι η Τουρκία θα αφήσει κατά μέρος την άκαμπτη και σταθερή στάση της και θα αποδεχθεί λύση με βάση τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Πλανάται πλάνη οικτρά!
Τα υπόλοιπα κόμματα της Κύπρου ζώντας μέσα στον ευδαιμονισμό της ένταξης στην Ε.Ε. και στον αγώνα τους να παίξουν πιο σημαντικό ρόλο στα κυβερνητικά πράγματα του Κυπριακού κράτους, έχουν αποδοθεί σε ένα μπαράζ ενεργειών στρουθοκαμηλισμού που φτάνει στα όρια της αδιαφορίας, για τις ανεξέλεγκτες «πρακτικές Χριστόφια». Αν οι Κύπριοι αδελφοί μας, δεν αντιληφθούν ότι μόνο με μια σταθερή και σκληρή πολιτική κατά των Εισβολέων θα μπορέσουν να αντιστρέψουν το κλίμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία είναι διακαής πόθος των Τούρκων, τότε δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε τίποτα καλύτερο για την νέα γενιά που έρχεται και που θα μεγαλώσει στο περιβάλλον όπου οι δολοφόνοι των παππούδων τους του χθες, θα είναι «τα αδέλφια τους» του σήμερα και του αύριο!
κ. Δημητριάδη σας ευχαριστώ για τις όσο το δυνατόν σαφείς απαντήσεις σας τις οποίες μου δώσατε, δεδομένου και του χώρου, αλλά και του ζητήματος, το οποίο είναι τεράστιο από την φύση του.
Η συνέντευξη δόθηκε στον δημοσιογράφο και λογοτέχνη Πάνο Χατζηγεωργιάδη και δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 17ης Ιουλίου 2011 της εφημερίδας Ελεύθερη Ώρα. Το βιβλίο είναι διαθέσιμο από τις εκδόσεις «Πελασγός» του Ιωάννη Γιαννάκενα (Χαριλάου Τρικούπη 14, Αθήνα, τηλ. 10-3628976 και 210-6440021, email: acroceramo@hellasbooks.gr)
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ