Το επίσημο αίτημα ενεργοποίησης του μηχανισμού στήριξης, πριν καν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για τους όρους του, ουσιαστικά έχει «σφραγίσει» την κηδεμονία της ελληνικής οικονομικής πολιτικής με ότι αυτό συνεπάγεται ευρύτερα, από την Ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο τρόπος δε με τον οποίο χειρίστηκε το θέμα, αφήνει την κυβέρνηση διπλά εκτεθειμένη. Αφενός καθυστέρησε να υποβάλλει το αίτημα σε σχέση με τις παραινέσεις εκείνων που πίστευαν ότι πρέπει να γίνει άμεσα, κι αφετέρου κατάφερε να ανατρέψει τους δικούς της σχεδιασμούς που ήθελαν πρώτα να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για τους όρους και μετά να κατατεθεί το αίτημα.
Στην κίνηση αυτή σαφώς έπαιξαν ρόλο οι ασφυκτικές πιέσεις σε spreads και CDS και το κύμα «πανικού» που εκδηλώθηκε στα ελληνικά ομόλογα τις τελευταίες μέρες, επηρεάζοντας τόσο την ισοτιμία του ευρώ, όσο και τα ασφάλιστρα κινδύνου άλλων ευρωπαϊκών χωρών του Νότου, με βασικότερο παράδειγμα την Πορτογαλία. Η πρόωρη υποβολή του αιτήματος, προλαμβάνει μεν τον «κίνδυνο ατυχήματος», που εξέθεσε προ ημερών σε ρεπορτάζ του το Euro2day.gr, αποτυπώνοντας την αγωνία παραγόντων της αγοράς, ενδέχεται όμως να δημιουργήσει άλλου είδους προβλήματα.Δεδομένης της αντίθεσης της γερμανικής κοινής γνώμης, το αίτημα ενεργοποίησης της στήριξης θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση την κυβέρνηση της κας Μέρκελ, ενόψει των εκλογών της 9ης Μαΐου στη Ρηνανία Βεστφαλία- εκλογές εξαιρετικά κρίσιμες για τον γερμανικό κυβερνητικό σχηματισμό- κι αυτό ενδεχομένως να δημιουργήσει προσκόμματα στην ομαλή εξέλιξη των πραγμάτων. Τα παραπάνω δεν είναι βέβαια άγνωστα στους κερδοσκόπους που ανεβάζοντας τα spreads δημιούργησαν σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια στον δανεισμό που είχε ανάγκη η χώρα μας από τις αγορές, εντός του Μαΐου. Όπως σημειώνουν όμως αρκετά στελέχη της αγοράς, θα ήταν άδικο να χρεώσουμε την νέα υποτροπή της κατάστασης αποκλειστικά σε κερδοσκοπικά συμφέροντα.
Το γεγονός ότι στελέχη οίκων αξιολόγησης παρότρυναν εδώ και μέρες τη χώρα μας να κάνει χρήση του πακέτου, έδειξε την γενικευμένη απροθυμία των αγορών να συνεχίσουν οιαδήποτε χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους.
Στο ίδιο διάστημα, αρκετοί οικονομολόγοι στο εξωτερικό πήγαιναν ένα βήμα παραπέρα σπεύδοντας να θεμελιώσουν την άποψη ότι ένα πακέτο ύψους μερικών δεκάδων δισ. ευρώ μπορεί να αποδειχτεί πρόσκαιρη «ασπιρίνη» ρευστότητας, σε ένα πολύ σοβαρότερο πρόβλημα φερεγγυότητας.
Κι έτσι έδωσαν το στίγμα των αμφιβολιών για το αν μεσοπρόθεσμα η χώρα μας μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της, υποστηρίζοντας ότι μόνη λύση είναι η χρονική έστω αναδιάρθρωση (σ.σ. παράταση στις αποπληρωμές) του χρέους
Τα παραπάνω δείχνουν καθαρά πως θα ήταν εσφαλμένο να θεωρήσουμε ότι ο μηχανισμός στήριξης αποτελεί από μόνος του «πανάκεια» για τα προβλήματα της χώρας. Όπως αναφέρουν έμπειρα στελέχη της ελληνικής αγοράς, στο εξωτερικό υπάρχουν δύο σημαντικά ερωτήματα που μέλλει να απαντηθούν, ακόμη κι αν όλες οι άλλες διαδικασίες έγκρισης της βοήθειας πάνε κατ ευχή:
- Αν ο μηχανισμός στήριξης θα έχει την απαιτούμενη έκταση και διάρκεια για να δοθεί πραγματικά «ανάσα» στην ελληνική οικονομία, υποκαθιστώντας για σημαντικό διάστημα (σαφώς πέραν του τρέχοντος έτους) το κύριο βάρος του δανεισμού από τις αγορές.
- Αν η Ελλάδα θα μπορέσει έστω και τώρα να πάρει τα πολύ σκληρά μέτρα που απαιτούνται για να επιτύχει μεσοπρόθεσμα, δραστικό περιορισμό των ελλειμμάτων και πρωτογενή πλεονάσματα, ώστε να αρθούν οι αμφιβολίες για το ενδεχόμενο αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους.
Σύμφωνα με τα ίδια στελέχη, η πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς να ανοίξει τη συζήτηση για τους όρους οικονομικής πολιτικής της χώρας μας σηματοδότησε ότι έγινε κατανοητή η επιθυμία των εταίρων μας (και του ΔΝΤ), να διασφαλιστεί (μέσω «στενού» ελέγχου) ότι θα ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την καταπολέμηση όχι μόνον του χρηματοδοτικού μας προβλήματος, αλλά και του τεράστιου καρκινώματος του ελληνικού χρέους.
Για την ελληνική κυβέρνηση όμως, η προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης –και μάλιστα με τη διαδικασία του επείγοντος- αναμφίβολα σημαίνει ότι οι ως τώρα σχεδιασμοί της στον χειρισμό της κρίσης, απέτυχαν να πείσουν τις αγορές ότι αξίζουμε να μας δοθεί χρόνος.
Κι αυτό συνέβη κατά βάση για τρεις λόγους.
-Πρώτον η κυβέρνηση άργησε να αποδεχτεί τη σοβαρότητα της κατάστασης κι έτσι παρέμεινε για σημαντικό διάστημα εγκλωβισμένη στις κούφιες προεκλογικές υποσχέσεις της. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να λαμβάνει τα όποια μέτρα μετά από σημαντικές χρονοτριβές.
-Δεύτερον, το πρόγραμμα σύγκλησης που παρουσίασε απέτυχε παταγωδώς να πείσει τις αγορές καθώς βασικές του προβλέψεις και παραδοχές ( με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις προβλέψεις για τη μείωση ΑΕΠ και κατανάλωσης) δεν είναι ρεαλιστικές.
-Τρίτον, οι συνεχείς παλινωδίες, οι διαρροές και οι διαφωνίες, η ανικανότητα επιβολής χρηστής διοίκησης σε θέματα όπως η παραγωγικότητα των εφοριών, αλλά και η καθυστέρηση υλοποίησης μέτρων που εξαγγέλθηκαν (για παράδειγμα η αύξηση των τιμών στα τσιγάρα που ακόμη δεν έχει υλοποιηθεί), δημιούργησαν αμφιβολίες για την αξιοπιστία της σημερινής κυβέρνησης αλλά και για την ικανότητα της ή έστω τον μηχανισμό που διαθέτει για να «ανατάξει» την ελληνική οικονομία.
Αναμφίβολα, αρκετοί αναλυτές θα ερμηνεύσουν την παρελκυστική τακτική που ακολούθησε η κυβέρνηση σε αρκετά θέματα ως, πολιτικό ελιγμό προκειμένου να βρεθεί ένας «αποδιοπομπαίος τράγος» -το ΔΝΤ και οι εταίροι μας- ώστε να φορτωθεί εκεί το πολιτικό κόστος των σκληρών μέτρων που έρχονται. Μπορεί να είναι κι έτσι.
Όπως θα βρεθούν αρκετοί να υποστηρίξουν ( πολλοί το λένε εδώ και καιρό σε ιδιωτικές συζητήσεις) ότι μπορεί να είναι και καλύτερα για τη χώρα, να έρθουν ξένοι «τοποτηρητές» που θα βάλουν σε τάξη το μπάχαλο στο οποίο έχει ξεπέσει η χώρα μας. Ενδεχομένως κι αυτοί να μην έχουν καθόλου άδικο.
Για όσους όμως εξακολουθούν να έχουν στοιχειώδη έστω εθνική υπερηφάνεια και μνήμη, οι εξελίξεις αυτές αποτελούν ηχηρό ράπισμα για όλους μας.
Για το σημερινό κατάντημα της χώρας, είμαστε όλοι υπεύθυνοι, ως πολίτες μιας κοινωνίας που σταδιακά, σχεδόν αποσυντέθηκε, αποδεχόμενη ως «κατεστημένο» τη διαπλοκή, τη ρεμούλα, το βόλεμα, την κομπίνα- και την εύκολη σπατάλη του χρήματος των… δανειστών μας.
Δεδομένου ότι «κάθε κοινωνία έχει τους πολιτικούς που της αξίζουν», έχουμε όλοι μεγάλο μερίδιο της ευθύνης. Χωρίς όμως αυτό να απαλλάσσει όλους όσοι λόγω θέσεως και πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ισχύος πρωτοστάτησαν. Οι ευθύνες τους παραμένουν ακέραιες. Από εδώ και μπρος οι διαδικασίες θα είναι μακρές και επίπονες στο δρόμο προς την ανάκαμψη, ενώ τα περιθώρια για διολίσθηση σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα (όπως η ρύθμιση χρεών) καθόλου δεν έχουν κλείσει.
Το μεγάλο στοίχημα πλέον για την ελληνική κοινωνία, είναι να καταφέρει να ανασυγκροτηθεί, να εγκαταλείψει τις ως τώρα πρακτικές, αλλά και όλους αυτούς που εκπροσωπούν την θλιβερή πορεία που κατέγραψε η χώρα τα τελευταία χρόνια. Ειδάλλως μας περιμένουν χειρότερα.
Το γεγονός ότι στελέχη οίκων αξιολόγησης παρότρυναν εδώ και μέρες τη χώρα μας να κάνει χρήση του πακέτου, έδειξε την γενικευμένη απροθυμία των αγορών να συνεχίσουν οιαδήποτε χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους.
Στο ίδιο διάστημα, αρκετοί οικονομολόγοι στο εξωτερικό πήγαιναν ένα βήμα παραπέρα σπεύδοντας να θεμελιώσουν την άποψη ότι ένα πακέτο ύψους μερικών δεκάδων δισ. ευρώ μπορεί να αποδειχτεί πρόσκαιρη «ασπιρίνη» ρευστότητας, σε ένα πολύ σοβαρότερο πρόβλημα φερεγγυότητας.
Κι έτσι έδωσαν το στίγμα των αμφιβολιών για το αν μεσοπρόθεσμα η χώρα μας μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της, υποστηρίζοντας ότι μόνη λύση είναι η χρονική έστω αναδιάρθρωση (σ.σ. παράταση στις αποπληρωμές) του χρέους
Τα παραπάνω δείχνουν καθαρά πως θα ήταν εσφαλμένο να θεωρήσουμε ότι ο μηχανισμός στήριξης αποτελεί από μόνος του «πανάκεια» για τα προβλήματα της χώρας. Όπως αναφέρουν έμπειρα στελέχη της ελληνικής αγοράς, στο εξωτερικό υπάρχουν δύο σημαντικά ερωτήματα που μέλλει να απαντηθούν, ακόμη κι αν όλες οι άλλες διαδικασίες έγκρισης της βοήθειας πάνε κατ ευχή:
- Αν ο μηχανισμός στήριξης θα έχει την απαιτούμενη έκταση και διάρκεια για να δοθεί πραγματικά «ανάσα» στην ελληνική οικονομία, υποκαθιστώντας για σημαντικό διάστημα (σαφώς πέραν του τρέχοντος έτους) το κύριο βάρος του δανεισμού από τις αγορές.
- Αν η Ελλάδα θα μπορέσει έστω και τώρα να πάρει τα πολύ σκληρά μέτρα που απαιτούνται για να επιτύχει μεσοπρόθεσμα, δραστικό περιορισμό των ελλειμμάτων και πρωτογενή πλεονάσματα, ώστε να αρθούν οι αμφιβολίες για το ενδεχόμενο αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους.
Σύμφωνα με τα ίδια στελέχη, η πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς να ανοίξει τη συζήτηση για τους όρους οικονομικής πολιτικής της χώρας μας σηματοδότησε ότι έγινε κατανοητή η επιθυμία των εταίρων μας (και του ΔΝΤ), να διασφαλιστεί (μέσω «στενού» ελέγχου) ότι θα ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την καταπολέμηση όχι μόνον του χρηματοδοτικού μας προβλήματος, αλλά και του τεράστιου καρκινώματος του ελληνικού χρέους.
Για την ελληνική κυβέρνηση όμως, η προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης –και μάλιστα με τη διαδικασία του επείγοντος- αναμφίβολα σημαίνει ότι οι ως τώρα σχεδιασμοί της στον χειρισμό της κρίσης, απέτυχαν να πείσουν τις αγορές ότι αξίζουμε να μας δοθεί χρόνος.
Κι αυτό συνέβη κατά βάση για τρεις λόγους.
-Πρώτον η κυβέρνηση άργησε να αποδεχτεί τη σοβαρότητα της κατάστασης κι έτσι παρέμεινε για σημαντικό διάστημα εγκλωβισμένη στις κούφιες προεκλογικές υποσχέσεις της. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να λαμβάνει τα όποια μέτρα μετά από σημαντικές χρονοτριβές.
-Δεύτερον, το πρόγραμμα σύγκλησης που παρουσίασε απέτυχε παταγωδώς να πείσει τις αγορές καθώς βασικές του προβλέψεις και παραδοχές ( με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις προβλέψεις για τη μείωση ΑΕΠ και κατανάλωσης) δεν είναι ρεαλιστικές.
-Τρίτον, οι συνεχείς παλινωδίες, οι διαρροές και οι διαφωνίες, η ανικανότητα επιβολής χρηστής διοίκησης σε θέματα όπως η παραγωγικότητα των εφοριών, αλλά και η καθυστέρηση υλοποίησης μέτρων που εξαγγέλθηκαν (για παράδειγμα η αύξηση των τιμών στα τσιγάρα που ακόμη δεν έχει υλοποιηθεί), δημιούργησαν αμφιβολίες για την αξιοπιστία της σημερινής κυβέρνησης αλλά και για την ικανότητα της ή έστω τον μηχανισμό που διαθέτει για να «ανατάξει» την ελληνική οικονομία.
Αναμφίβολα, αρκετοί αναλυτές θα ερμηνεύσουν την παρελκυστική τακτική που ακολούθησε η κυβέρνηση σε αρκετά θέματα ως, πολιτικό ελιγμό προκειμένου να βρεθεί ένας «αποδιοπομπαίος τράγος» -το ΔΝΤ και οι εταίροι μας- ώστε να φορτωθεί εκεί το πολιτικό κόστος των σκληρών μέτρων που έρχονται. Μπορεί να είναι κι έτσι.
Όπως θα βρεθούν αρκετοί να υποστηρίξουν ( πολλοί το λένε εδώ και καιρό σε ιδιωτικές συζητήσεις) ότι μπορεί να είναι και καλύτερα για τη χώρα, να έρθουν ξένοι «τοποτηρητές» που θα βάλουν σε τάξη το μπάχαλο στο οποίο έχει ξεπέσει η χώρα μας. Ενδεχομένως κι αυτοί να μην έχουν καθόλου άδικο.
Για όσους όμως εξακολουθούν να έχουν στοιχειώδη έστω εθνική υπερηφάνεια και μνήμη, οι εξελίξεις αυτές αποτελούν ηχηρό ράπισμα για όλους μας.
Για το σημερινό κατάντημα της χώρας, είμαστε όλοι υπεύθυνοι, ως πολίτες μιας κοινωνίας που σταδιακά, σχεδόν αποσυντέθηκε, αποδεχόμενη ως «κατεστημένο» τη διαπλοκή, τη ρεμούλα, το βόλεμα, την κομπίνα- και την εύκολη σπατάλη του χρήματος των… δανειστών μας.
Δεδομένου ότι «κάθε κοινωνία έχει τους πολιτικούς που της αξίζουν», έχουμε όλοι μεγάλο μερίδιο της ευθύνης. Χωρίς όμως αυτό να απαλλάσσει όλους όσοι λόγω θέσεως και πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ισχύος πρωτοστάτησαν. Οι ευθύνες τους παραμένουν ακέραιες. Από εδώ και μπρος οι διαδικασίες θα είναι μακρές και επίπονες στο δρόμο προς την ανάκαμψη, ενώ τα περιθώρια για διολίσθηση σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα (όπως η ρύθμιση χρεών) καθόλου δεν έχουν κλείσει.
Το μεγάλο στοίχημα πλέον για την ελληνική κοινωνία, είναι να καταφέρει να ανασυγκροτηθεί, να εγκαταλείψει τις ως τώρα πρακτικές, αλλά και όλους αυτούς που εκπροσωπούν την θλιβερή πορεία που κατέγραψε η χώρα τα τελευταία χρόνια. Ειδάλλως μας περιμένουν χειρότερα.